Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Το επαγγελματικό λεξικό των οικοδόμων, των ελαιοχρωματιστών και των ξυλουργών μέρος 2ο

μπαλκονόπορτα (η) ουσ. (ξυλ.) η πόρτα που οδηγεί σε μπαλκόνι

μπάλωμα (το) ουσ. (χτ.) η πρόχειρη επισκευή, η επιδιόρθωση του τοίχου ή η ενίσχυση της κατασκευής του

μπαλώνω ρ. (χτ.) επισκευάζω πρόχειρα, επιδιορθώνω ζημιές ή φθορές μικρής έκτασης σε ένα τοίχο, ενισχύω την κατασκευή του

μπαμπάς (ο) ουσ. 1) (χτ.) το ξύλο που στηρίζει τα ψαλίδια της σκεπής πάνω στο δοκάρι   2) (ξυλ.) οι ξύλινες κολόνες πάνω στις οποίες είναι στερεωμένα τα κάγκελα της σκάλας

μπαντανάς (ή μπατανάς) (ο) ουσ. (ελ.) το ασβέστωμα, το επίχρισμα μιας επιφάνειας με ασβέστη, το άσπρισμα [<τουρκ.: badana]

μπαντανόβουρτσα (ή μπατανόβουρτσα) (η) ουσ. )ελ.) κυλινδρική βούρτσα που χρησιμοποιείται για το ασβέστωμα, το άσπρισμα τοίχων

κάνε μπάτα εκφρ.(ελ.) ανάμειξε το χρώμα που βρίσκεται στον ένα κουβά με αυτό που βρίσκεται στον άλλο

μπατάρω ρ.(χτ.) γέρνω, αναποδογυρίζω, ανατρέπω, ρίχνω κάτω π.χ. μπατάρισε τον κουβά με τα μπάζα και φερ΄τον εδώ για να κουβαλάμε λάσπη [<ιταλ.: battere]

μπατζούρι (το)  ουσ. (ξυλ.) το εξωτερικό φύλλο της μπαλκονόπορτας ή του παραθύρου, το μπατζουρόφυλλο

μπατζουρόβεργα (η)  ουσ. (ξυλ.) μεταλλική ή πλαστική βέργα που αποτελεί μέρος του μηχανισμού σφραγίσματος του μπατζουριού

μπατζουρόφυλλο (το)  ουσ. (ξυλ.) το εξωτερικό φύλλο μιας μπαλκονόπορτας ή ενός παραθύρου, το μπατζούρι

μπερτζεβές (ο) ουσ. (ξυλ.) το μπατζούρι

μπετά (τα) ουσ. (χτ.) το στάδιο της οικοδόμησης κατά το οποίο ρίχνεται μπετόν στα καλούπια

μπετατζής (ο) ουσ. (χτ.) εργάτης οικοδομής που φτιάχνει μπετόν,  το μεταφέρει και το ρίχνει στα καλούπι

μπετόβεργα (η)  ουσ. (χτ.) μεταλλική ράβδος που μπαίνει μέσα στο μπετόν για να το κάνει πιο ανθεκτικό στους σεισμούς κ.τ.λ.

μπετόν (ή μπετό) ουσ. (χτ.) το σκυρόδεμα, τεχνητό δομικό υλικό που παρασκευάζεται από άμμο, χαλίκι, τσιμέντο και νερό, το σκυροκονίαμα [<γαλ.: beton<λατ.: bitumen]

μπετόν αρμέ (το) ουσ. (χτ.) το σκυρόδεμα που έχει μέσα στη μάζα του σιδερένιες ράβδους (μπετόβεργες) για να αντέχει η κατασκευή στους σεισμός, το ενισχυμένο μπετόν [<γαλ.: beton arme]

μπετόν εμφανές (το)  (χτ.) σκυρόδεμα επεξεργασμένο ή καλουπωμένο έτσι ώστε η επιφάνειά του να είναι λεία και να μπορεί είτε να βαφεί με τσιμεντόχρωμα, είτε να μείνει ως έχει, χωρίς σοβάτισμα

μπετόν ενισχυμένο (το)  (χτ.) το μπετόν αρμέ

μπετονιέρα (η)  ουσ. 1) (χτ.) μηχάνημα που αποτελείται από έναν μεταλλικό, κοίλο, περιστρεφόμενο κάδο (με ειδικά πτερύγια στο εσωτερικό του) για την ανάμειξη των υλικών κατασκευής του σκυροδέματος   2) 9χτ.) τριαξονικό όχημα που φέρει το προαναφερθέν ειδικό μηχάνημα στην καρότσα του και χρησιμοποιείται για την παρασκευή και μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων σκυροδέματος

μπετόχρωμα (το)  ουσ. (ελ.) χρώμα για εξωτερικές επιφάνειες, ειδικό για χρωματισμό των εμφανών μπετών

μπιμπίκια (τα)  ουσ. (ελ.) μικρά εξογκώματα πάνω σε επιφάνεια που έχει βαφεί με χρώμα, άλλοτε είναι επιθυμητά και δημιουργούνται επί τούτου, άλλοτε είναι ανεπιθύμητα ( όταν θέλουμε ο τοίχος να έχει απολύτως λεία επιφάνεια )

μπογιά (η)  ουσ. (ελ.) κάθε είδους χρώμα ή βαφή κατάλληλη για την επίχριση τοίχων, ξύλων, μετάλλων κ.τ.λ. [< τουρκ,: boya]

μπόγια (τα)  ουσ. (ελ., ξυλ.) τα μεγάλα ευθύγραμμα τμήματα της κάσας Π.χ. τρίψε τα μπόγια της κασόπορτας με ψιλό γυαλόχαρτο

μπογιατίζω  ρ. (ελ.) βάφω, χρωματίζω, ασπρίζω, επιχρίω μια επιφάνεια με μπογιά [< τουρκ.: boyamak]

μπογιάτισμα (το)  ουσ. (ελ.) ο χρωματισμός, η βαφή μιας επιφάνειας με μπογιά

μπογιατζής (ο)  ουσ. ο ελαιοχρωματιστής, ο ασπριτζής [< τουρκ.: boyaci]

παίρνω τα μπόσικα εκφρ. σφίγγω κάτι, στερεώνω κάτι καλύτερα δένοντάς το πιο σφιχτά

μπόσικος - η - ο  επιθ. 1) ο χαλαρός, ο λασκαρισμένος, αυτός που δεν είναι σφιγμένος    2) αυτρός που δεν είναι καλά στερεωμένος, αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος σε κάτι  

μπουγέλο (το)  ουσ. (ελ.) το δοχείο που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και την αποθήκευση του χρώματος, ο κουβάς, το δεκαπεντόκιλο

μπουκώνει το πιστόλι  εκφρ. (ελ.) το πιστόλι με το οποίο βάφει ένας ελαιοχρωματιστής στομώνει, φράζει, δηλαδή, η οπή από όπου βγαίνει το χρώμα και χρειάζεται άμεσα καθάρισμα

μπουλντόζα (η)  ουσ. (χτ.) ερπυστριοφόρο όχημα που χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση χωμάτων ή άλλων υλικών κατά τη διάρκεια εκσκαφών, επιχωματώσεων ή κατεδαφίσεων κτηρίων κ.τ.λ. [< αγγλ.: bulldozer]

στα μπούτια εκφρ. ένα αντικείμενο χωράει μέσα σε μια οπή ή ένα κοίλωμα αλλά το κενό που απομένει είναι μηδενικό    π.χ. Το ντουλάπι χώρεσε στα μπούτια.... Λίγο ακόμα και θα ήθελε κόψιμο.

μυκονιάτικο (το)  ουσ. τεχνική σοβατίσματος με την οποία επιδιώκουμε η επιφάνεια του τοίχου να είναι <<άγρια>>, να είναι ανώμαλη, να έχει πολλές προεξοχές και μπιμπίκια 

μυστρί (το)  ουσ. (χτ.) εργαλείο που αποτελείται από μεταλλικό έλασμα τριγωνικού σχήματος και από ξύλινη λαβή, με το οποίο οι οικοδόμοι χειρίζονται τη λάσπη ή το σοβά κατά ο χτίσιμο ή το σοβάτισμα

μυστριά (η)  ουσ. 1) (χτ.) η ποσότητα υλικού που μπορεί κανείς να δουλέψει με ένα μυστρί   2) (χτ.) η ποσότητα υλικού που μπορεί κανείς μεταφέρει με ένα μυστρί

μύστρισμα (το)  ουσ. η επάλειψη μιας επιφάνειας με λάσπη ή σοβά χρησιμοποιώντας μυστρί

μυστρίζω ρ. 1) (χτ.) επαλείφω μια επιφάνεια με λάσπη ή σοβά χρησιμοποιώντας  μυστρί   2) (χτ.) γενικότερα χρησιμοποιώ το μυστρί για να εκτελέσω κάποια οικοδομική εργασία

μύτη (η)  ουσ. 1) (χτ.) η προεξοχή, το δόντι ενός αντικειμένου π.χ. η μύτη του δοκαριού   2) (για εργαλεία) το οξύ άκρο, η αιχμή, η αιχμηρή κατάληξη ενός αντικειμένου, το άκρο ενός αντικειμένου  π.χ. Άλλαξε μύτη στο κατσαβίδι και βάλε μια τετράγωνη




Ν


νερά (τα)  ουσ. (ξυλ.) οι φυσικές γραμμές που υπάρχουν πάνω στην επιφάνεια του ξύλου, τα νεύρα του ξύλου   π.χ. τρίψε την πόρτα όπως πάνε τα νερά του ξύλου

νεροδιώχτης (ο)  ουσ. (χτ.) αυλάκι της στέγης ή αυλακωτή ράβδος που τοποθετείται στη στέγη και συλλέγει και απομακρύνει τα νερά της βροχής

νεροζύγι (το)  ουσ. (χτ.) το αλφαδολάστιχο, η υδροστάθμη

νετάρω  ρ. τελειώνω, ολοκληρώνω, φέρνω σε πέρας μια οικοδομική εργασία   π.χ. Όταν νετάρω με το τρίψιμο , θα πιάσω το αστάρωμα.

νεύρα (τα)  ουσ. (ξυλ.) τα νερά του ξύλου, ο,τιδήποτε πάνω στην επιφάνεια του ξύλου δίνει την εντύπωση της νευρικής ίνας ή γραμμής

νέφτι (το)  ουσ. (ελ.) άχρωμο υγρό με έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά το οποίο χρησιμοποιείται ως διαλυτικό ελαιοχρωμάτων και ως καθαριστικό για τα εργαλεία που έχουν λερωθεί με ελαιόχρωμα [< τουρκ.: neft]

νοβοπάν (το) ουσ. (ξυλ.) πλάκα που έχει τη μορφή και το χρώμα του ξύλου και κατασκευάζεται από άχρηστα μέρη ή υπολείμματα ξύλου, καλαμιού κ.τ.λ. τα οποία ανακατεύονται με τεχνητή ρητίνη και πιέζονται σε ειδικές πρέσες ενώ ταυτόχρονα θερμαίνονται

νταβίδι (το)  ουσ. (ξυλ.) ειδικός σφιγκτήρας που κρατά τα ξύλα ενωμένα για να τα επεξεργαστούν οι μαραγκοί 

νταμάρι (το)  ουσ. (χτ.) ο τόπος που εξορύσσονται και πωλούνται οι πέτρες, τα χαλίκια και τα υπόλοιπα οικοδομικά υλικά

ντάνα (η)  ουσ. στοίβα από ομοειδή αντικείμενα  π.χ. ντάνα από τούβλα [< ιταλ.: andana]

ντανιάζω ρ. στοιβάζω με σπουδή ομοειδή αντικείμενα  π.χ. ντάνιασε πρώτα τα μαδέρια και μετά τις κλάπες

ντερές (ο)  ουσ. (χτ.) το λούκι, η υδρορροή της στέγης

ντουβάρι (το)  ουσ. (χτ.) ο τοίχος [< τουρκ.: duvar]

ντούκο (το)  ουσ. (ελ.) είδος χρώματος, σμαλτόχρωμα κατάλληλο για το βάψιμο ξύλινων και μεταλλικών επιφανειών, το ντουκόχρωμα  [<ον.: Ducco]

ντουκοσπάτουλα (η)  ουσ. (ελ.) ειδική μεταλλική σπάτουλα που χρησιμοποιείται κατά την κατεργασία των επιφανειών που πρόκειται να βαφεί με ντούκο

ντουκόχαρτο (το)  ουσ. (ελ.) ειδικό γυαλόχαρτο με το οποίο τρίβουμε τις επιφάνειες που πρόκειται να βαφούν με ντούκο

ντουκόχρωμα (το)  ουσ. (ελ.) το ντούκο

ντουλάπα (η)  ουσ. (ξυλ.) έπιπλο εντοιχισμένο, μεγάλου σχετικά μεγέθους που κλείνει με πορτόφυλλα (ντουλαπόφυλλα) και χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των ρούχων

ντουλάπι (το)  ουσ. (ξυλ.) έπιπλο, μικρού σχετικά μεγέθους, που κλείνει με πορτόφυλλα και χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των οικιακών συσκευών και τοποθετείται στην κουζίνα του σπιτιού

ντουλαπόφυλλο (το)  ουσ. (ξυλ.) το πορτόφυλλο που κλείνει ντουλάπες ή ντουλάπια

ντουλκέρης (ο)  ουσ. (ξυλ.) ο ξυλουργός, ο μαραγκός






Ξ


ξεβίδωμα (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) το χαλάρωμα ή το βγάλσιμο μιας βίδας  2) (ξυλ.) η αποσυναρμολόγηση ενός αντικειμένου με την αφαίρεση των βιδών που συγκρατούν τα κομμάτια του π.χ. το ξεβίδωμα της ντουλάπας

ξεβιδώνω ρ. 1) (ξυλ.) βγάζω, χαλαρώνω μια βίδα   2) (ξυλ.) αποσυναρμολογώ ένα αντικείμενο που είναι συνδεδεμένο με βίδες, το ξεμοντάρω

ξεθεμελιώνω ρ. (χτ.) κατεδαφίζω, καταστρέφω,, γκρεμίζω εκ θεμελίων ένα κτίσμα

ξεκαλούπωμα (το)  ουσ. (χτ.) η απομάκρυνση των ξύλων του καλουπιού της οικοδομής αφού έχει στερεοποιηθεί το μπετόν

ξεκαλουπώνω  ρ. (χτ.) απομακρύνω τα ξύλα από το καλούπι της οικοδομής

ξεκαρφώνω ρ. (ξυλ., χτ.) αφαιρώ τα καρφιά από κάτι

ξεκουμπώνω ρ. (ξυλ..) αφαιρώ τα πορτόφυλλα ή τα παραθυρόφυλλα    
π.χ. ξεκούμπωσε τα παραθυρόφυλλα και τρίχψε τις κάσες

ξελάσπωμα (το)  ουσ. 1) (χτ.) η απομάκρυνση της περιττής λάσπης από κάτι (λ.χ. τα τούβλα του τοίχου)   2) (χτ.) το καθάρισμα μιας επιφάνειας που έχει λερωθεί με λάσπη

ξελασπώνω (ή ξελασπίζω) ρ. 1) (χτ.) βγάζω τις περιττές λάσπες από κάτι   2) (χτ.) καθαρίζω μια επιφάνεια που έχει λερωθεί με λάσπη

ξεμοντάρισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η αποσυναρμολόγηση μιας ξυλοκατασκευής

ξεμοντάρω ρ. (ξυλ.) αποσυναρμολογώ, διαλύω μια ξυλοκατασκευή

ξεμπουκώνω ρ. (ελ.) καθαρίζω το στόμιο του πιστολιού που έχει βουλώσει για να επανέλθει στη φυσιολογική του κατάσταση    

ξεπροκίζω ρ. (χτ.) βγάζω τις πρόκες που έχουν μείνει πάνω στα ξύλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο καλούπωμα έτσι ώστε να μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν σε ανάλογη περίπτωση

ο τοίχος ξερνάει το χρώμα  εκφρ.1)  (ελ.) ο χρώμα δε μένει πάνω στον τοίχο αλλά τρέχει προς τα κάτω σχηματίζοντας σταγόνες και γραμμές   2) (ελ.) το προηγούμενο χρώμα με το οποίο είχε βαφε'ι ο τοίχος επανεμφανίζεται ως σκιά πάνω στο νέο χρώμα

ξεσαβουριάζω (ή ξεσαβουρώνω)  ρ. καθαρίζω κάτι από τα άχρηστα υλικά, πετάω τα άχρηστα υλικά (τη σαβούρα) της οικοδομής

ξεσαβούριασμα (ή ξεσαβούρωμα) (το)  ουσ. το καθάρισμα μιας περιοχής από τα άχρηστα υλικά

ξεσκονίζω ρ. (ελ.) απομακρύνω τις σκόνες ή τα υπολείμματα του τριψίματος από μια επιφάνεια για να τη βάψω

ξεσκονίστρα (η)  ουσ. (ελ.) σκούπα χειρός με την οποία απομακρύνω σκόνες και τρίμματα από την επιφάνεια που πρόκειται να βάψω

ξέστρα (η)  ουσ. (ξυλ.) λίμα με χοντρά δόντια για τη λείανση των ξύλων, ο ξυλοφάγος

ξεστρώνω το δωμάτιο εκφρ. (ελ.) μαζεύω τα χαρτιά και τα νάιλον με τα οποία έχω καλύψει το πάτωμα του δωματίου για να μην πέσουν πάνω σε αυτό μπογιές

ξεστυλώνω  ρ. (χτ.) αφαιρώ τα στηρίγματα του καλουπιού

ξεσφίγγω ρ. χαλαρώνω, λασκάρω, λύνω κάτι

ξετρύπι (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το διαμπερές τρύπημα μιας επιφάνειας με τρυπάνι, κομπρεσέρ κ.τ.λ.

ξήλωμα (το)  ουσ. 1) η αποσυναρμολόγηση ενός πράγματος ή μιας κατασκευής   2) η καταστροφή μιας κατασκευής   π.χ. Ξηλώστε αμέσως αυτόν εδώ τον τοίχο!

ξηλώνω  ρ. 1) αποσυναρμολογώ, διαλύω μια κατασκευή   2) καταστρέφω, γκρεμίζω κάτι

ξυλάδικό (το)  ουσ. (ξυλ.) το κατάστημα στο οποίο πωλείται η οικοδομική ξυλεία, το ξυλεμπορικό

ξυλαρμογή (η)  ουσ. (ξυλ.) η ένωση, η εφαρμογή των ξύλινων κομματιών μεταξύ τους

ξυλάς (ο)  ουσ. (ξυλ.) ο ξυλέμπορος, αυτός που πουλάει την οικοδομική ξυλεία

ξυλεία (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το σύνολο των ξύλων που προέρχονται από την υλοτομία και προορίζονται για οικοδομικές εργασίες

ξυλεμπορικό (το)  ουσ. (ξυλ.) το ξυλάδικο, το κατάστημα στο οποίο πωλούνται ξύλα για την οικοδομή

ξυλέμπορος (ο)  ουσ.  (ξυλ.) ο ξυλάς, ο ιδιοκτήτης του ξυλεμπορικού, αυτός που πουλάει την οικοδομική ξυλεία

ξυλόβεργα (η)  ουσ. (ξυλ.) ξύλινη βέργα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πορτοπαραθύρων και κασών

ξυλόβιδα (η)  ουσ. (ξυλ.) βίδα που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ξύλων με άλλα υλικά ή άλλα ξύλινα κομμάτια

ξυλοδεσιά (η)  ουσ. (χτ.) ο ξύλινος σκελετός της οικοδομής που αποτελείται από δοκάρια και υποστυλώματα συνδεδεμένα μεταξύ τους έτσι ώστε να εξασφαλίζουν σταθερότητα και αντοχή στην κατασκευή

ξυλόκαρφο (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) καρφί φτιαγμένο από φύλο  2) (ξυλ.) καρφί ειδικό για τη σύνδεση ξύλινων κομματιών

ξυλοκατασκευή (η)  ουσ. (ξυλ.) κατασκευή από ξύλο π.χ. η ντουλάπα μας είναι ξυλοκατασκευή

ξυλόκολλα (η)  ουσ. (ξυλ.) κόλλα ειδικά για τη συγκόλληση ξύλινων κομματιών

ξυλοσκεπή (η)  ουσ. (χτ.) σκεπή φτιαγμένη από ξύλο

ξυλοστάτης (ο)  ουσ. (χτ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται στις οικοδομικές εργασίες ως υποστήριγμα

ξυλόστοκος (ο)  ουσ. (ελ.) ειδικός στόκος για το κλείσιμο των οπών ή των ατελειών της επιφάνειας του ξύλου

ξυλόσφυρο (το)  ουσ. (ξυλ.) ξύλινο δικέφαλο σφυρί, η ματσόλα

ξυλουργείο (το)  ουσ. (ξυλ.) το εργαστήριο στο οποίο δουλεύουν οι ξυλουργοί, οι μαραγκοί κ.τ.λ., το μαραγκούδικο

ξυλουργικός - η - ο  επιθ. (ξυλ.) ο,τιδήποτε έχει σχέση ή αναφέρεται στην εργασία του ξυλουργού

ξυλουργός (ο)  ουσ. (ξυλ.) ο μαραγκός, ο ειδικός τεχνίτης στην κατεργασία του ξύλου και στη δημιουργία ξύλινων κατασκευών

ξυλοφάγος (ο)  ουσ. (ξυλ.) λίμα από χάλυβα που χρησιμοποιείται για την κατεργασία και τη λείανση των ξύλων, η ξέστρα

ξυλόχρωμα (το)  ουσ. (ελ.) ειδική χρωστική ουσία που δίνει χρώμα στις ξύλινες επιφάνειες

ξύνω τον τοίχο (ή μια επιφάνεια γενικότερα)  εκφρ. (ελ.) τρίβω, λειαίνω μια επιφάνεια έτσι ώστε να την προετοιμάσω για να τη βάψω

ξυράφι (το)  ουσ. (ελ.) εργαλείο με μεταλλική λεπίδα που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση της ξεραμένης μπογιάς από το σοβατεπί και το δάπεδο, η ξύστρα

ξύσιμο (το)  ουσ. (ελ.) η απομάκρυνση του παλιού χρώματος ή του κατεστραμμένου σοβά μιας επιφάνειας  με κατάλληλα εργαλεία (στοκαδόρος, σπάτουλα κ.τ.λ.) ή γυαλόχαρτο

ξύστρα (η)  ουσ. 1) (ελ.) το ξυράφι   2) (ελ.) κάθε εργαλείο (στοκαδόρος, σπάτουλα κ.τ.λ.) που χρησιμοποιείται για το ξύσιμο μιας επιφάνειας



Ο

οδηγός (ο)  ουσ. 1) (ξυλ.) μεταλλική , ξύλινη ή πλαστική επιμήκης κατασκευή η οποία βοηθά την πόρτα να σύρεται κατά μήκος του τοίχου   2) (χτ.) οι ποσότητες λάσπης ή σοβά οι οποίες ρίχνονται στο τοίχο σχηματίζοντας γραμμές που το πάχος τους καθορίζει την ποσότητα λάσπης που θα ρίξει ο σοβατζής ή ο οικοδόμος στον τοίχο  3) (χτ.) ευθύγραμμο ξύλο ή μέταλλο το  οποίο χρησιμοποιείται κατά το στρώσιμο του σοβά στον τοίχο

οικοδομή (η)  ουσ. 1) (χτ.) η οικοδόμηση, το χτίσιμο ενός οικοδομήματος 2) (χτ.) το υπο κατασκευή κτήριο  3) (χτ.) συνεκδοχικά : ο χώρος εργασίας των οικοδόμων

οικοδομικός - η - ο  επιθ. 1) αυτός που σχετίζεται ή αναφέρεται στους οικοδόμους και την οικοδομική τέχνη   π.χ. οικοδομικές εργασίες  2) για υλικά : αυτός που είναι κατάλληλος ποιοτικά για να χρησιμοποιηθεί στην οικοδομή

οικοδόμος (ο)  ουσ. (χτ. ο εργάτης που δουλεύει στην ανέγερση οικοδομών, ο χτίστης, ο μπετατζής, ο σοβατζής

οικοδομώ  ρ. (χτ.) χτίζω, κατασκευάζω, δημιουργώ, θεμελιώνω ένα οικοδόμημα

οπλισμός (ο)  ουσ. (χτ.) ο σιδερένιος σκελετός που συγκρατεί και ενισχύει το σκυρόδεμα και γενικότερα κάθε σίδερο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του σκελετού της οικοδομής

ορθοστάτης ο  ουσ. (χτ.) κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται το καλούπι της οικοδομής

οροφή (η)  ουσ. (χτ.) η στέγη, η σκεπή του κτηρίου, το ταβάνι, το εσωτερικό επιστέγασμα της οικοδομής




Π


πάγκος (ή μπάγκος) (ο)  ουσ. (ξυλ.) ξύλινη κατασκευή με μορφή τραπεζίου που χρησιμοποιείται στα ξυλουργεία για την τοποθέτηση εργαλείων, μηχανημάτων και πάνω σε αυτό δουλεύουν οι ξυλουργοί τα ξύλα

παλέτα (η)  ουσ. ξύλινη κατασκευή πάνω στην οποία στοιβάζονται με σπουδή οικοδομικά υλικά(τούβλα, σακιά με τσιμέντο κ.τ.λ.), χρησιμοποιείται και ως μονάδα μέτρησης των οικοδομικών υλικών  π.χ. Θέλω τρεις παλέτες τούβλα και μία κεραμίδια  [< ιταλ.: paletta]

παλεταρισμένος - η - ο  επιθ. κάθε υλικό που είναι στοιβαγμένο πάνω σε παλέτα

πανιά (τα)  ουσ. (ελ.) το σύνολο των υφασμάτων ευτελούς αξίας με τα οποία οι ελαιοχρωματιστές καλύπτουν το δάπεδο για να μη λερωθεί με μπογιές κατά το βάψιμο των τοίχων

πανοκάσι (το)  ουσ. (ξυλ.) το ξύλο που βρίσκεται στο πάνω μέρος της κάσας και συνδέει τα δύο κάθετα ξύλα αυτής, το πανοπόρτι

πανοπόρτι (το)  ουσ. (ξυλ.) το πανοκάσι

παντζούρι (το)  ουσ. (ξυλ.) το εξωτερικό κάλυμμα του παραθύρου που είναι κατασκευασμένο από μικρά κομμάτια ξύλου προσαρμοσμένα σε πλαίσιο και έχει τοποθετηθεί έτσι ώστε να ανοίγει προς τα έξω [< τουρκ.: pancur]

παντζουρόβεργα (η)  ουσ. (ξυλ.) ειδική ράβδος με κυκλική διατομή και αρθρωτή λαβή που τοποθετείται πάνω στο ένα από τα δύο παντζούρια, στις άκρες της οποίας  καταλήγουν γάντζοι με τους οποίους μαγκώνει σε ειδικές προεξοχές της κάσας και έτσι ασφαλίζει το μπαντζούρι 

παξιμάδι (το)  ουσ. το κυλινδρικό κινητό εξάρτημα που βιδώνει γύρω από μια βίδα και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση αντικειμένων μεταξύ τους

παπούτσια (της σκαλωσιάς) (τα)  ουσ. (ελ., χτ.) οι βίδες που μπαίνουν στα πόδια της σκαλωσιάς και αυξάνουν τη σταθερότητά της, δεδομένου ότι το πέλμα τους είναι αρκούντως πεπλατυσμένο

παράθυρο (το)  ουσ. 1) (χτ.) άνοιγμα σε τοίχο ή οροφή για να μπαίνει φως και αέρας στο δωμάτιο   2) (ξυλ.) το ειδικό ξύλινο πλαίσιο με το οποίο καλύπτεται το παραπάνω άνοιγμα, το κούφωμα στο οποίο στερεώνονται τα παντζούρια και τα παραθυρόφυλλα

παραθυρόκασα (η)  ουσ. (ξυλ.) το κούφωμα του παραθύρου, το πλαίσιο πάνω στο οποίο στερεώνονται τα παραθυρόφυλλα και τα παντζούρια

παραθυρόφυλλο (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) καθένα από τα κατακόρυφα στρεπτά φύλλα με τα οποία κλείνεται εξωτερικά το άνοιγμα του παραθύρου και προστατεύεται με αυτό τον τρόπο ο εσωτερικός χώρος από τις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες, το κανάτι
2) (ξυλ.) το τζαμωτό πλαίσιο με το οπίο σφραγίζεται εσωτερικά το άνοιγμα του παραθύρου

παραστάδα (η)  ουσ. 1) (χτ.) η τετράγωνη κολόνα ή δοκός που προσαρμόζεται στο τελείωμα μιας πόρτας ή ενός παραθύρου ή στην άκρη του τοίχου της πρόσοψης ενός κτηρίου για διακοσμητικούς λόγους ή για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κατασκευής, ο παραστάτης    2) (ξυλ.) το κούφωμα, η κάσα, η παραθυρόκασα

παραστάτης (ο) ουσ. (χτ.) η παραστάδα

παρέλα (η)  ουσ. 1) το πολύσπαστο   2) (ξυλ.) η συμβολή και η ένωση δύο ξύλων  π.χ. παρέλα με βίδες, παρέλα με κόλλα [< ιταλ.: pariglia]

πασαμέντο (το)  ουσ. (χτ.) το σοβατεπί,  λωρίδα πό σανίδες, πλάκες, μάρμαρο κ.τ.λ. στο κάτω μέρος των εσωτερικών τοίχων ενός οικοδομήματος [< ιταλ.: passamento]

πασέτο (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) ξύλινο ή πλαστικό πτυσσόμενο μέτρο μήκους 2 m

πάσο (το)  ουσ. 1) οι έλικες κάθε αντικειμένου που βιδώνει περιστρεφόμενο   π.χ. το πάσο της βίδας   2) (ξυλ., χτ.) κτιστό ή ξύλινο χαμηλό χώρισμα ανάμεσα σε δυο χώρους που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ τους [< ιταλ.: πασσο]

πασάλειμμα (το) ουσ. (ελ.) το επιπόλαιο και πρόχειρο βάψιμο μιας επιφάνειας

πασσαλόπηγμα (το)  ουσ. (χτ.) σανίδες που μπήγονται στο έδαφος για να συγκρατούν τα χώματα ή το γκρο μπετόν

πάσσαλος (ο) ουσ. (χτ.) χοντρή ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που μπήγεται στο έδαφος και χρησιμεύει ως στήριγμα κάποιου πράγματος (συνήθως του καλουπιού της οικοδομής)

πασσάλωμα (το) ουσ. (χτ.) η στήριξη κάποιου πράγματος με πασσάλους

πασσαλώνω ρ. (χτ.) στηρίζω κάτι με πασσάλους

πατάρι (το)  ουσ.  (ελ., χτ.) το σημείο στη σκαλωσιά στο οποίο αποθηκεύουν εργαλεία και υλικά για να μην τα κατεβάζουν από αυτή και να είναι πιο εύκολη η προσβασή τους σε αυτά

πατερό (ή πάτερο) (το) ουσ. 1) (χτ.) μεγάλο ξύλινο δοκάρι για την υποστήριξη της στέγης ή του πατώματος 2) (χτ.) μεγάλο ξύλινο δοκάρι που στηρίζει  σειρά από άλλα δοκάρια

πάτημα (το) ουσ. (ξυλ.) το πλάτος του σκαλοπατιού, η επιφάνεια του κατωφλιού

πατίνα (η) ουσ.  1) (ελ.) η απομίμηση παλιάς απόχρωσης [<γαλλ.: patine]   2) (ελ.) επίχρισμα χρώματος ή βερνικιού σε διάφορα αντικείμενα , κυρίως για διακοσμητικούς λόγους [<ιταλ.: patina]

πατίνες (οι) ουσ. (ελ., χτ.) πολύχρωμα γύψινα με σχέδια (συναντάται και στον ενικό)

πατόξυλο (το) ουσ. 1) (χτ.) το πάτερο ή το πατερό 2) (ξυλ.) ξύλινο δοκάρι ή σανίδα στο πάτωμα των ντουλαπιών και άλλων συναφών ξυλουργικών κατασκευών

πατοκολόνα (η) ουσ. (χτ.)ο ορθοστάτης  που τοποθετείται κάτω από το δοκάρι της οικοδομής

πατούρα(η)ουσ. (ξυλ.) εγκοπή ή προεξοχή σε πλαϊνό τμήμα αντικειμένου για την ενίσχυση της αντοχής του ή για την προσαρμογή του καθώς και για το στερέωμά του σε άλλη επιφάνεια

πατόχαρτο (το)  ουσ. (ελ.) γυαλόχαρτο φτιαγμένο από χοντρό χαρτί κατάλληλο για το τρίψιμο των τοίχων

πατσαβούρα (η)  ουσ. κάθε κουρέλι ή ύφασμα που χρησιμοποιείται στην οικοδομή για καθάρισμα των εργαλείων από μπογιές [(βενετ.: spazza(d)ura]

πάτωμα (το)  ουσ. (χτ.) το δάπεδο, ο όροφος του οικοδομήματος

πατωσιά (η)  ουσ.1) η σκαλωσιά   2) (χτ.) η επικάλυψη μιας επιφάνειας με σανίδια

παχαίνω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) χρώμα με πολύ μεγάλη πυκνότητα, συνήθως αυτό που έχει αραιωθεί ελάχιστα

πέδιλο (το)  ουσ. (χτ.) το πεπλατυσμένο κάτω άκρο κάθε μεγάλης τσιμεντένιας κολόνας που αποτελεί τμήμα των θεμελίων της οικοδομής, το πέλμα της κολόνας

πελέκι (το)  ουσ. (χτ.) το τσεκούρι

πέλμα (το)  ουσ. (χτ.) το πέδιλο, η βάση από χάλυβα ή σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται ως στήριγμα της κατασκευής   π.χ. τα πέλματα της οικοδομής
  
πένσα (η)  ουσ. είδος μεταλλικής λαβίδας που χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να συγκρατούμε, να αφαιρούμε με δύναμη κάτι, να σφίγγουμε κομμάτια από σύρμα (κατά το σιδέρωμα της οικοδομής) κ.τ.λ. [> γαλλ.: pince]

περβάζι (ή πρεβάζι0 (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) το κάτω οριζόντιο τμήμα του παραθύρου   2) (ξυλ.) το πλαίσιο της πόρτας ή του παραθύρου   3) (ξυλ.) το ξύλο που κρύβει το σημείο που ενώνεται ο τοίχος με την  κάσα της πόρτας ή του παραθύρου

περνάω κάσες (ή πόρτες, ξυλοκατασκευές κ.τ.λ.)  εκφρ. (ξυλ.) τοποθετώ ξυλοκατασκευές σε μια οικοδομή

περνάω χρώμα  εκφρ. (ελ.) βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω

περσίδα (η)  ουσ. (ξυλ.) κάθε μια από τις λεπτές, οριζόντιες λεπίδες από ξύλο που αποτελούν το εξωτερικό κάλυμμα του παραθύρου και οι οποίες μπορούν με ειδικό μηχανισμό να στρέφονται ταυτοχρόνως επιτρέποντας την είσοδο φωτός και αέρα στο χώρο 

πετούγια (η)  ουσ. (ξυλ.)  το πόμολο της πόρτας ή  του παραθύρου [< ισπ.: bedija]

πέτρα (η)  ουσ. (χτ.) η σκληρή και συμπαγής μάζα ή θραύσμα βράχου μα ποικίλα σχήματα, η οποία χρησιμοποιείται για το χτίσιμο παραδοσιακών οικοδομημάτων

πετρόκτιστος - η - ο  επιθ. (χτ.) κάθε είδους οικοδομική κατασκευή που έχει χτιστεί με πέτρες ακολουθώντας τις κατασκευαστικές γραμμές προηγούμενων δεκαετιών

πετσικάρω ρ. (ξυλ.,χτ.) παίρνω κυρτό σχήμα, λυγίζω,  χαλαρώνω , λασκάρω

πέτσικος - η - ο επιθ. (ξυλ.,χτ.) αυτός που έχει κυρτώσει, έχει λυγίσει , έχει χαλαρώσει , έχει ξεσφιχτεί

πέτσωμα (το) ουσ. 1)(χτ.) η επένδυση μιας επιφάνειας με σανίδες π.χ. το πέτσωμα της σκεπής , 2)(χτ.) η τοποθέτηση σανίδων στο καλούπι της οικοδομής
πετσώνει το χρώμα εκφρ.(ελ.) η επιφάνεια του χρώματος έχει ξεραθεί γιατί ο κουβάς στον οποίο φυλασσόταν δεν είχε  κλειστεί ή γιατί ήταν αποθηκευμένο για πάρα πολύ καιρό

πετσώνω ρ. 1)(χτ.) επενδύω μια επιφάνεια με σανίδες 2) (χτ.) τοποθετώ σανίδες στο καλούπι της οικοδομής

πήχης (ο) ουσ. (χτ.) σανίδα επιμήκης και πολύ πλάτους που χρησιμοποιείται κυρίως κατά το σοβάτισμα

πιλοτή (η) ουσ. (χτ.)  ισόγειος χώρος ανοιχτός και άχτιστος που σχηματίζεται από τις κολόνες του κτηρίου [(γαλλ. : pilotis]

πινελιά (η) ουσ. 1)(ελ.)το ίχνος που αφήνει ένα πινέλο με χρώμα πάνω σε μια επιφάνεια 2) (ελ.) η ποσότητα χρώματος που μπορεί να συγκρατήσει πάνω του ένα πινέλο

πινέλο (το) ουσ. (ελ.) εργαλείο που αποτελείται από ένα στέλεχος ξύλινο ή πλαστικό με λαβή και με βουρτσάκι  στο οποίο τοποθετείται  το χρώμα και με αυτό βάφονται οι επιφάνειες [< ιταλ.: pennello]

πισσόχαρτο (το)  ουσ. (χτ.) χαρτί αλειμμένο με πίσσα και γι' αυτό αδιάβροχο που τοποθετείται από τους οικοδόμους στη σκεπή του σπιτιού για να μη μπορεί να περάσει το νερό της βροχής από αυτή

πιστόλι (το)  ουσ. 1) (ελ.) μηχάνημα το οποίο χρησιμοποιεί τον αέρα για να προωθεί το χρώμα ή το βερνίκι στις επιφάνειες    2) (ελ.) το είδος του βαψίματος που γίνεται με το προαναφερθέν μηχάνημα  π.χ. θέλω να μου βάψεις τις πόρτες πιστόλι

πιστολιά (η)  ουσ. (ελ.) το ίχνος που αφήνει το βάψιμο με πιστόλι πάνω σε μία επιφάνεια   

πλαίσιο (το)  ουσ. 1) το μεταλλικό μέρος της σκαλωσιάς το οποίο όταν το συνδέουμε ανά ζεύγος με τα χιαστί κατασκευάζουμε τον πύργο της σκαλωσιάς   2) (ξυλ.) το κούφωμα, η κάσα, το περιθώριο που περιβάλλει ένα αντικείμενο ή ένα κατασκεύασμα του ιδίου σχήματος αλλά μικρότερων διαστάσεων

πλαισιώνω  ρ. (ξυλ.) τοποθετώ πλαίσια στην οικοδομή, περνάω κουφώματα και κάσες σε ένα κτήριο

πλάκα (η)  ουσ. (χτ.) το δάπεδο κάθε ορόφου κάθε πολυώροφου κτηρίου, το οποίο (δάπεδο) φτιάχνεται από άμμο, τσιμέντο, χαλίκι κ.α. ριγμένα μέσα σε καλούπι

πλακάζ (το)  ουσ. (ξυλ.)  η επένδυση μιας ξύλινης επιφάνειας με υλικό καλύτερης ποιότητας [<γαλλ.: placage]

πλάνη (η)  ουσ. 1) (ξυλ.) εργαλείο χειροκίνητο ή ηλεκτροκίνητο που χρησιμοποιείται για τη λείανση των ξύλων, το ροκάνι   2) (ξυλ.) ηλεκτροκίνητο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη λείανση μεγάλων ξύλινων επιφανειών [<ιταλ.: plana]

πλανίδι (το)  ουσ. (ξυλ.) το ροκανίδι, το λεπτό κομμάτι της επιφάνειας του ξύλου που αποκόπτεται κατά τη λείανση μιας ξύλινης επιφάνειας

πλανίζω  ρ. (ξυλ.) λειαίνω μια επιφάνεια με την πλάνη, ροκανίζω   π.χ. πλάνισα την πόρτα γιατί δεν έκλεινε καλά

πλάνισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η λείανση μιας ξύλινης επιφάνειας με πλάνη, το ροκάνισμα

πλαστικό (το)  ουσ. (ελ.) εύχρηστο χρώμα που χρησιμοποιείται για το βάψιμο των τοίων (κυρίως των εσωτερικών) και έχει μεγάλη ανθεκτικότητα και σκληρότητα

πλατύσκαλο (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) το σκαλοπάτι που είναι πλατύτερο από τα υπόλοιπα και που τοποθετείται συνήθως στο σημείο που στρίβει η σκάλα   2) (χτ.) ο πλατύς χώρος στο τέλος μιας σκάλας (ιδιαίτερα στο κλιμακοστάσιο πολυώροφων οικοδομημάτων)

πλέγμα (το)  ουσ. (χτ.) το σύνολο των λεπτών, ενωμένων μεταξύ τους, βεργών που χρησιμοποιούνται κατά το σιδέρωμα της οικοδομής για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κατασκευής

πλίνθα (ή πλίθα) (η)  ουσ. (χτ.) ο πλίνθος, το τούβλο που κατασκευάζεται από αργιλώδες χώμα και ψήνεται με τέτοιο τρόπο που αποκτά συμπαγές ορθογώνιο σχήμα

πλινθοδομή (η)  ουσ. (χτ.) ο τοίχος ή το οικοδόμημα που είναι χτισμένο με τούβλα

πλίνθος (ο)  ουσ. (χτ.) το τούβλο, η πλίνθα

ποδιά (η)  ουσ. 1) (ξυλ., χτ.) κομμάτι υφάσματος που δένεται στη μέση του μάστορα και έχει ειδικές τσέπες όπου οι μαστόροι βάζουν πρόκες, καρφιά, εργαλεία και ό,τι άλλο χρειάζονται κυρίως όταν καλουπώνουν ή όταν δουλεύουν πάνω σε σκαλωσιές ή στέγες     2) (χτ.) το κατώφλι, το πεζούλι του παραθύρου

πόδια (τα)  ουσ. (ελ., χτ.) ειδικά σίδερα που μπαίνουν στους πύργους της σκαλωσιάς και αυξάνουν τη σταθερότητα της

πολεμίστρα (η)  ουσ. (χτ.) άνοιγμα σε τοίχους στην οροφή του κτηρίου έτσι ώστε αυτό να μοιάζει με κάστρο

πολυεστέρας (ο)  ουσ. (χτ.) μονωτικό υλικό του οποίου η δομική μονάδα είναι διάφορες πολυεστερικές ενώσεις και χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως μονωτικό υλικό κατά της θερμότητας

πολύσπαστο (το)  ουσ. σύμπλεγμα τροχαλιών με το οπίο επιτυγχάνεται η ανύψωση μεγάλων βαρών με την καταβολή μικρότερης σωματικής δύναμης, το βαρούλκο

πόμολο (το)  ουσ. (ξυλ.) το χερούλι της πόρτας ή του παραθύρου, η πετούγια [<ιταλ.: pomolo]

πόντος (ο)  ουσ. (ξυλ., χτ.) η μονάδα μέτρησης των μηκών που χρησιμοποιείται στην οικοδομική

πόροι (οι)  ουσ. (ξυλ.) τα μικρά ανοίγματα που δημιουργούνται στην επιφάνεια του ξύλου από φυσικά αίτια

πόρτα (η) ουσ. 1) (ξυλ.) επίπεδη ξύλινη κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο του κτηρίου ή του δωματίου έτσι ώστε να μπορεί κανείς να σφραγίζει την είσοδο σε αυτό    2) (χτ.) ο άχτιστος χώρος σε ένα τοίχο που προορίζεται για την τοποθέτηση πόρτας σε αυτό


ποδιά (η)  ουσ. 1) (ξυλ., χτ.) κομμάτι υφάσματος που δένεται στη μέση του μάστορα και έχει ειδικές τσέπες όπου οι μαστόροι βάζουν πρόκες, καρφιά, εργαλεία και ό,τι άλλο χρειάζονται κυρίως όταν καλουπώνουν ή όταν δουλεύουν πάνω σε σκαλωσιές ή στέγες     2) (χτ.) το κατώφλι, το πεζούλι του παραθύρου

πορτόκασα (η)  ουσ. (ξυλ.) η κάσα της πόρτας, το κούφωμα της πόρτας

πορτοπαράθυρα (τα)  ουσ. 1) (ξυλ.) το σύνολο των πορτών και των παραθύρων της οικοδομής   2) (ξυλ.) τα εξωτερικά κουφώματα της οικοδομής

πορτόφυλλο (το)  ουσ. (ξυλ.) το φύλλο της πόρτας, το θυρόφυλλο, το κινητό μέρος της πόρτας

ποτήρια (τα)  ουσ. (ελ., χτ.) μεταλλικοί κύλινδροι που μπαίνουν στις οπές των πλαισίων της σκαλωσιάς και έτσι κουμπώνουν το ένα πλαίσιο πάνω στο άλλο επιτυγχάνοντας την αύξηση του ύψους της σκαλωσιάς

πουντέλι (το)  ουσ. (χτ.) το σιδερένιο ή ξύλινο στήριγμα του καλουπιού της οικοδομής [< ιταλ.: puntello]

πουντελιάζω  ρ. (χτ.) στηρίζω κάτι με πουντέλια, βάζω πουντέλια στο καλούπι της οικοδομής

πρέκι (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) οριζόντια δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος του παραθύρου ή της πόρτας για να στηρίζει τον τοίχο που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα του παραθύρου ή της πόρτας

πρέσα (η)  ουσ. 1) (ξυλ.) ειδικό μηχάνημα το οποίο σφίγγει και επεξεργάζεται τα ξύλα, τα κολλάει κ.τ.λ. [< ιταλ.: pressa]   2) (χτ.) ειδική αντλία προσαρμοσμένη πάνω σε τριαξονικό όχημα με ενσωματωμένο συγκρότημα από σωλήνες και βραχίονες που συγκρατούν τους σωλήνες και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του σκυροδέματος σε μεγάλα ύψη, τη διοχέτευσή τους στο καλούπι της οικοδομής

πρεσάρισμα (το) ουσ. 1) (ξυλ.) η συμπίεση ενός ξύλινου αντικειμένου με πρέσα  π.χ. το πρεσάρισμα της πόρτας    2) (χτ.) η μεταφορά του σκυροδέματος με τη χρήση της πρέσας

πρεσαριστός - η - ο  επιθ. (ξυλ.) κάθε αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί με πρέσα π.χ. πρεσαριστή ντουλάπα

πρεσάρω  ρ. 1) (ξυλ.) πιέζω κάτι με την πρέσα, χρησιμοποιώ την πρέσα για να κατασκευάσω κάτι [< ιταλ.: pressare]   2) (χτ.) μεταφέρω σκυρόδεμα με την πρέσα

πριόνι (το)  ουσ. (ξυλ.) χειροκίνητο εργαλείο ή ηλεκτροκίνητο μηχάνημα το οποίο διαθέτει οδοντωτή μεταλλική λεπίδα και χρησιμοποιείται για την κοπή των ξύλων

πριονίδι (το)  ουσ. (ξυλ.) τα υπολείμματα του ξύλου μετά από το πριόνισμα του, μικρά κομμάτια ξύλου που αποκόπτονται κατά το πριόνισμα

πριονίζω ρ. (ξυλ.) κόβω κάτι με το πριόνι

πριόνισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) το κόψιμο ενός αντικειμένου με το πριόνι

πριονοκορδέλα (η)  ουσ. (ξυλ.) ηλεκτροκίνητο πριόνι για την κοπή ξύλων με κύριο εξάρτημα χαλύβδινη οδοντωτή ταινία που περιστρέφεται , το μηχανικό πριόνι, η πριονοταινία

πριονοταινία (η)  ουσ. (ξυλ.) η πριονοκορδέλα, το μηχανικό πριόνι

προεργασία (η)  ουσ. 1) (ελ.) η προετοιμασία μιας επιφάνειας πριν φτάσει στο τελικό στάδιο, αυτό του βαψίματος   2) (χτ.) οι εργασίες που γίνονται πριν αρχίσει το καλούπωνα του οικοδομήματος   3) (ξυλ.) οι εργασίες που γίνονται πριν αρχίσει η κατασκευή των κουφωμάτων

πρόκα (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το μεταλλικό καρφί [< ιταλ.: brocca]

προκαρία (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το σύνολο των καρφιών που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, η προκολογιά

προκιά (η)  ουσ . (ξυλ., χτ.) το ίχνος ή το σημάδι που αφήνει πάνω σε μια επιφάνεια το κάρφωμα μιας πρόκας και εν συνεχεία η απομάκρυνσή της

προκολογιά (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) η προκαρία

πρόσοψη (η)  ουσ. (χτ.) η πρόσθια όψη ενός οικοδομήματος, η φάτσα της οικοδομής

προσφορά (η)  ουσ. το επίσημο χαρτί που δίνουν οι εργολάβοι στους εργοδότες όπου αναγράφονται αναλυτικά το είδος και το κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών  π.χ. έδωσα προσφορά για την πολυκατοικία

πυργί (το)  ουσ. (χτ.) κτίσμα που έχει τη μορφή πύργου και κατασκευάζεται στη σκεπή του κτηρίου

πυργογερανός (ο)  ουσ. (χτ.) ο γερανός που είναι τοποθετημένος πάνω σε ειδικά κατασκευασμένο πύργο και ο οποίος χρησιμοποιείται για την ανύψωση ή τη μετακίνηση υλικών στο εργοτάξιο

πύργος (ο)  ουσ. (ελ., χτ.) η σκαλωσιά, το σύνολο που σχηματίζουν δυο πλαίσια και δυο χιαστί
 



Ρ


ρακόρ (το) ουσ. (ελ., χτ.) μεταλλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για τη συναρμολόγηση των μεταλλικών τμημάτων της σκαλωσιάς

ράμμα (το)  ουσ. 1) (χτ.) ο σπάγκος με τον οποίο σημειώνονται οι αλφαδιές του τοίχου   2) (χτ.) το κουβάρι στο οποίο είναι τυλιγμένος ο σπάγκος που χρησιμοποιείται για την επισήμανση των αλφαδιών του τοίχου

ραμποτέ (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) είδος ξύλου το οποίο είναι πλαναρισμένο και η μπροστινή επιφάνεια της μιας σανίδας κουμπώνει σε ειδική υποδοχή της δεύτερης   2) (ξυλ.) η επιφάνεια που έχει φτιαχτεί με ραμποτέ ξύλα   3) (ξυλ.) τρόπος συναρμολόγησης έτσι ώστε η μία σανίδα να μπαίνει πίσω από την άλλη και να κουμπώνει η προεξοχή που έχει στη μπροστινή της επιφάνεια στην ειδική υποδοχή της πίσω επιφάνειας της πρώτης [<γαλλ.: rabote]

ράπα (η)  ουσ. (ξυλ.) ειδική λίμα για τη λείανση των ξύλων

ράσπα (η)  ουσ. (ξυλ.) οδοντωτή λίμα για τη λείανση των ξύλων, ο ξυλοφάγος  [< ρουμ.: raspa]

ρεγουλαδόρος (ο)  ουσ. (ξυλ.) βίδα σε μηχανισμούς που σφίγγοντας ή ξεσφίγγοντάς τη ρυθμίζεται η λειτουργία τους

ρεγουλάρισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η ρύθμιση κάποιου μηχανισμού έτσι ώστε να δουλεύει σωστά

ρεγουλάρω  ρ. (ξυλ.) ρυθμίζω κάτι έτσι ώστε να λειτουργεί σωστά [<ιταλ.: regolare]

ρεζές (ο)  ουσ. (ξυλ.) η στρόφιγγα της πόρτας ή του παραθύρου, ο μεντεσές [<τουρκ.: reze]

ρελιέφ (το)  ουσ. (ελ.) είδος χρώματος για εξωτερικούς τοίχους το οποίο δουλεύεται με ειδικά εργαλεία (σφουγγάρι κ.τ.λ.) και δημιουργεί μπιμπίκια στην επιφάνεια του τοίχου κάνοντας τον να μοιάζει επιμελώς κακοσοβατισμένος [<(:) ον : Relief]

ρετάλι (το)  ουσ. 1) (ελ.) το χρώμα που απομένει μετά την ολοκλήρωση της εργασίας   2) (ξυλ.) τα κομμάτια ξύλου που απομένουν μετά από την ολοκλήρωση μιας ξυλοκατασκευής

ριζοβάφω  ρ. (ελ.) βάφω με το πινέλο το σημείο που τέμνονται ο τοίχος με το πάτωμα με τέτοιο τρόπο ώστε να βαφτεί και το πάτωμα για μερικά εκατοστά, ιδιαίτερα όταν βάφω ένα τοίχο με ασβέστη

ριπολίνη (η)  ουσ. (ελ.) ελαιόχρωμα πολύ καλής ποιότητας και μεγάλης στιλπνότητας και ανθεκτικότητας που στεγνώνει σχετικά γρήγορα και χρησιμοποιείται για τη βαφή ξύλινων και μεταλλικών επιφανειών (κυρίως) [<γαλλ.: ripolin]

ρίχνω μια πινελιά (ή μια ρολιά κ.τ.λ.)  εκφρ. (ελ.) βάφω κάποια πολύ μικρή επιφάνεια με πινέλο (ή ρολό) για να ολοκληρώσω τη εργασία μου    π.χ. Ρίξε μια ρολιά στις γωνίες και μάζεψε τα εργαλεία

ρίχνω πιστόλι  εκφρ. (ελ.) βάφω κάτι χρησιμοποιώντας πιστόλι

ρίχνω πλάκα ουσ. (χτ.) ρίχνω μπετόν σε καλούπι για να κατασκευάσω δάπεδα και κολόνες σε πολυώροφα κτήρια

ρόδα (η)  ουσ. (ελ., χτ.) ειδικό εξάρτημα της σκαλωσιάς που έχει ρόδα και τοποθετείται στα κάτω άκρα του πύργου της σκαλωσιάς έτσι ώστε αυτή να μπορεί να σύρεται πάνω στο έδαφος και να μεταφέρεται χωρίς να απαιτείται η αποσυναρμολόγησή της  [< βενετ.: roda]

ροδάκι (το)  ουσ. (ελ.) το μικρό ρολό με το οποίο βάφουμε μια επιφάνεια

ροδέλα (η)  ουσ. (ξυλ.) μικρός δίσκος (συνήθως από μέταλλο) με τρύπα στη μέση, κατάλληλος για το σφίξιμο μιας βίδας [< βενετ.: rodela]

ροζέτα (η)  ουσ. (ελ., χτ.) γύψινη ή ξύλινη πλάκα σε σχήμα στρόγγυλο, ελλειψοειδές ή ορθογώνιο που προστίθεται ως διακόσμηση στο μέσο της οροφής του δωματίου
[< ιταλ.: rosetta]

ρόζος (ο)  ουσ. (ξυλ.) το ίχνος που αφήνει στο κομμένο ξύλο ο οφθαλμός , το εξόγκωμα που υπήρχε στην επιφάνεια του, οι μαύροι κύκλοι στην επιφάνεια του ξύλου

ροκάνα (η)  ουσ. (ξυλ.) το ροκάνι, η πλάνη

ροκάνι (το)  ουσ. (ξυλ.) η ροκάνα, η πλάνη, το χειροκίνητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λείανση των ξύλων

ροκανίδι (το)  ουσ. (ξυλ.) το πλανίδι, το φλούδι ή το μικρό κομμάτι του ξύλου που βγαίνει από το ξύλο μετά από τη λείανσή του με πλάνη, με ροκάνι κ.τ.λ.

ροκανίζω  ρ. (ξυλ.) λειαίνω ένα ξύλο με πλάνη ή με ροκάνι

ροκάνισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η λείανση του ξύλου με πλάνη ή με ροκάνι

ρολιά (η)  ουσ. 1) (ελ.) η ποσότητα χρώματος που μπορεί να συγκρατήσει ένα ρολό    2) (ελ.) το ίχνος που αφήνει το ρολό πάνω στον τοίχο

ρολό (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) το εξωτερικό φύλλο της μπαλκονόπορτας ή του παραθύρου που με τη συνδρομή μεταλλικού ελάσματος ή ξύλινων πήχεων τυλίγεται σε κύλινδρο και σφραγίζει ή αποσφραγίζει την είσοδο   2) (ελ.) μικρός κύλινδρος με γούνινη εξωτερική επιφάνεια που περιστρέφεται γύρω από μεταλλικό άξονα και διαθέτει χειρολαβή με την οποία χειρίζονται το ρολό οι ελαιοχρωματιστές για το βάψιμο μεγάλων επιφανειών, ο κύλινδρος, ο ρολός [< γαλλ.: rouleau]

ρολός (ο)  ουσ. (ελ.) το ρολό με το οποίο βάφουμε μεγάλες επιφάνειες, ο κύλινδρος

ο τοίχος ρουφάει το χρώμα  εκφρ. (ελ.) ο τοίχος έχει πόρους και για να κλείσουν πρέπει να επιχριστεί με μεγαλύτερη ποσότητα χρώματος από το συνηθισμένο

ρωγμή (η)  ουσ. (ελ., χτ.) σχισμή που σχηματίζεται στον τοίχο από διάφορες αιτίες όπως η υγρασία ή το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε χαμηλής ποιότητας σοβάς κ.τ.λ.   π.χ. ο τοίχος γέμισε ρωγμές μετά το σεισμό και πρέπει να τον ξαναστοκάρω 



Σ


σαβούρα (η)  ουσ. κάθε άχρηστο αντικείμενο ή οικοδομικό υλικό που βρίσκεται στο εργοτάξιο

σαγούλι (το)  ουσ. (χτ.) το ζύγι, το βαρίδι

σαγρέ (το)  επιθ. ή ουσ. 1) (χτ.) είδος σοβατίσματος χάρη στο οποίο η επιφάνεια του σοβά γίνεται κοκκώδης ή με πολύ μικρές προεξοχές   2) (ελ.) τρόπος βαψίματος που δημιουργεί σπυρωτή επιφάνεια στον τοίχο και επιτυγχάνεται χτυπώντας την επιφάνεια του τοίχου με τις άκρες της βούρτσας ή του πινέλου, όσο το χρώμα είναι ακόμα φρέσκο [< τουρκ.: sαhre]

σακί (το)  ουσ. 1) σάκος από χαρτί, πλαστικό ή άλλο υλικό στο οποίο αποθηκεύονται, φυλάσσονται ή μεταφέρονται οικοδομικά υλικά (τσιμέντο, γύψος κ.τ.λ.)   2) η ποσότητα υλικού που περιέχει ένα σακί π.χ. με τόση άμμο που έριξες, θες πέντε σακιά  
τσιμέντο για να φτιάξεις το χαρμάνι!

σαλαμούριασμα (το)  ουσ. (χτ.) το πρώτο τρίψιμο του << ψιλού >> σοβά με νερό και φελιζόλ

σαλαμουριάζω  ρ. (χτ.) τρίβω με νερό και φελιζόλ τον << ψιλό >> σοβά για να τον στρώσω πάνω στο << χοντρό >>

σανίδα (η)  ουσ. (χτ.) η τάβλα, η σανίδα, το ορθογώνιο κομμάτι ξύλου  με αρκετά μεγάλο μήκος και πλάτος,. περιορισμένου όμως πάχους

σανιδένιος - η - ο  επιθ. (χτ.) αυτός που έχει κατασκευαστεί με σανίδες

σανίδι (το)  ουσ. η τράβα, η σανίδα

σανίδωμα (το)  ουσ. (χτ.) η επίστρωση μιας επιφάνειας με σανίδες

σανιδώνω  ρ. (χτ.) στρώνω μια επιφάνεια με σανίδες

σαράκι (το)  ουσ. (ξυλ.) το ζωύφιο που καταστρέφει τα ξύλα το οποίο είναι η αιτία για την οποία βάφουμε με φαρμάκι τα ξύλα

σαρανταπεντάρα (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) μεγάλη και χοντρή πρόκα που χρησιμοποιείται για το κάρφωμα χοντρών ξύλων

σατινάρω  ρ. (ελ.) βάφω μια επιφάνεια με σατινέ χρώμα

σατινέ (το)  ουσ. (ελ.) χρώμα ειδικό για ξύλα ή μέταλλα που κάνει τις επιφάνειες στιλπνές, γυαλιστερές [< γαλλ.: satine]

σβήνω τον ασβέστη  εκφρ. (ελ.,  χτ.) κυώνω με νερό των ασβέστη για να τον χρησιμοποιήσω σε κάποια οικοδομική εργασία

σβήνω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) βάφω κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχουν πινελιές, ρολιές ή ατέλειες στην επιφάνεια του τοίχου

σβηστά  επιρ. (ελ.) χωρίς να φαίνεται που αρχίζει το χρώμα, χωρίς να υπάρχουν ατέλειες και ίχνη στην επιφάνεια του τοίχου

σβουράκι (το) ουσ. ηλεκτροκίνητος περιστρεφόμενος δίσκος για την κοπή και τη λείανση σκληρών επιφανειών, ο τροχός, το κοφτάκι

σγρόπια (η)  ουσ. (ξυλ.) σκαρπέλο με γυριστή μύτη που χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί για το σκάλισμα του ξύλου

σερτικάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το στοκάρισμα μιας ξύλινης επιφάνειας με σέρτικο

σερτικάρω  ρ. (ελ.) στοκάρω μια ξύλινη επιφάνεια με σέρτικο

σέρτικο (το)  ουσ. (ελ.) ειδικός στόκος για ξύλινες επιφάνειες με πολύ νέφτι και λίγο λάδι (σε αναλογία 2:1)

σηκώνω οικοδομή εκφρ. (χτ.) χτίζω, κατασκευάζω, αναγείρω μια οικοδομή

σηκωτήρι (το)  ουσ. (χτ.) ο ορθοστάτης, το ξύλο ή το σίδερο που κρατάει όρθιο κάτι ( λ.χ. το καλούπι της οικοδομής )

σιγάτσα (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) χειροπρίονο με τραπεζόσχημη λάμα

σίδερα (τα)  ουσ. (χτ.) το σύνολο του σιδήρου τον οποίο χρησιμοποιούμε (σε οποιαδήποτε μορφή λ.χ. μπετόβεργες) για να κατασκευάσουμε μια οικοδομή  π.χ. αν δε βάλει αρκετά σίδερα στην οικοδομή, θα πέσει με τον πρώτο δυνατό σεισμό

σιδερόβεργα (η)  ουσ. (χτ.) λεπτή και μακριά ράβδος που χρησιμοποιείται στην οικοδομική κατά το καλούπωμα, η μπετόβεργα

σιδερογωνιά (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) σιδερένιο έλασμα σε σχήμα ορθής γωνίας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση δύο κομματιών σιδήρου, ξύλου ή άλλου υλικού

σιδεροπρίονο (ο)  ουσ. (χτ.) πριόνι με λεπίδα από χάλυβα το οποίο είναι κατάλληλο για την κοπή μετάλλων

σιδέρωμα (το)  ουσ. (χτ.) η επένδυση του εσωτερικού του καλουπιού με σίδερα που έχει ως στόχο την αύξηση της αντοχής της κατασκευής στις δονήσεις και στους κραδασμούς, ο οπλισμός του σκελετού με σίδερο

σιδερώνω ρ. (χτ.) ρίχνω σίδερα, σιδερόβεργες κ.α. στο καλούπι της οικοδομής (προτού ρίξω το μπετόν) για να αυξηθεί η αντοχή της κατασκευής στις δονήσεις  π.χ. Σήμερα θα σιδερώσουμε το καλούπι και αύριο θα ρίξουμε τα μπετά

σιδηροδοκός (ο)  ουσ. (χτ.) δοκάρι από σίδερο που χρησιμοποιείται στην ανέγερση ειδικών κατασκευών

σιδηροπαγής - ης - ες  επιθ. (χτ.) αυτός  που έχει ενισχυθεί ή έχει συνδεθεί με σίδερα  π.χ. σιδηροπαγές μπετόν

σιδηρόστοκος (ο)  ουσ. (ελ.) ειδικός στόκος που χρησιμοποιείται για τη βελτίωση των μεταλλικών επιφανειών

σίλερ (το)  ουσ. (ελ.) είδος χρώματος που χρησιμοποιείται μόνο για ξύλινες επιφάνειες καθώς έχει τη δυνατότητα να προστατεύει το ξύλο και να ενισχύει την ανθεκτικότητά του [< ον.: Siler]

σιλερόχαρτο (το)  ουσ. (ελ.) γυαλόχαρτο ειδικό για τη λείανση ξύλινων επιφανειών που έχουν βαφεί ή πρόκειται να βαφούν με σίλερ

σκάλα (η)  ουσ. 1) (ξυλ., χτ.) μόνιμη κατασκευή από ξύλο ή μπετόν που αποτελείται από σειρά επάλληλων οριζόντιων βαθμίδων και έχει κουπαστές στο πλάι , χρησιμεύει δε για τη μετάβαση από ένα χαμηλότερο σημείο σε ένα ψηλότερο και το αντίστροφο   2) κινητή κατασκευή που αποτελείται από σειρά επάλληλων οριζόντιων βαθμίδων και επιτρέπουν στους εργαζόμενους να φτάνουν σημεία που βρίσκονται πολύ πιο ψηλά από το έδαφος, κατασκευάζεται δε από αλουμίνιο,  σίδερο ή ξύλο [< λατ.: scala]

σκαλί (το)  ουσ. καθένα από τα επάλληλα, οριζόντια επίπεδα από τα οποία αποτελείται η σκάλα, το σκαλοπάτι

σκαλοπάτι (το)  ουσ το σκαλί

σκαλοπόδαρο (το)  ουσ. το καθένα από τα δύο κάθετα δοκάρια στα οποία στηρίζεται μια κινητή σκάλα

σκαλωσιά (η)  ουσ. (ελ., χτ.) πρόχειρη κατασκευή από μεταλλικά (πλαίσια, χιαστί, ρόδες, ποτήρια κ.τ.λ.) και ξύλινα (μαδέρια κ.τ.λ.) τμήματα το οπίο στήνεται γύρω από το κτήριο που αναγείρεται ή επισκευάζεται για να κινούνται και να εργάζονται πάνω σε αυτό οι εργάτες και οι μαστόροι 

κάνω σκάντζα  εκφρ. 1) αλλάζω τη θέση σε κάτι, σκαντζάρω   π.χ. κάνε σκάντζα τη σκαλωσιά προς τα δεξιά   2) (ελ.) μεταγγίζω το χρώμα από το ένα δοχείο στο άλλο για να το ανακατέψω

σκαντζάρω  ρ. 1) αλλάζω θέση σε κάτι   2) (ελ.) μεταγγίζω το χρώμα από τον ένα κουβά στον άλλο για να το ανακατέψω [< ιταλ.: scansare]

σκαρπέλο (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) εργαλείο από ατσάλι με το οποίο σκαλίζονται σκληρές επιφάνειες, κυρίως ξύλα, το κοπίδι, η σμίλη [< βενετ.: scarpelo]

σκάσιμο (το)  ουσ. (ελ., χτ.) η ρωγμή, η σχισμή που σχηματίζεται στην επιφάνεια του τοίχου

σκάφη (η)  ουσ. (χτ.) κοίλο, μακρόστενο σκεύος με το οποίο μεταφέρουν τη λάσπη και  τα τούβλα πάνω στη σκαλωσιά, το σκαφίδι

σκαφίδι (το)  ουσ. (χτ.) η σκάφη

σκάψιμο (το)  ουσ. (χτ.) το σκάλισμα μιας επιφάνειας με ειδικό εργαλείο

σκέβρωμα (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το λύγισμα, η διάβρωση της οικοδομικής ξυλείας, συνήθως λόγω υγρασίας

σκελετός (ο)  ουσ. (χτ.)  οι κολόνες και τα πατώματα (πλάκες) της οικοδομής που είναι φτιαγμένα από μπετόν

το χρώμα σκεπάζει  εκφρ. (ελ.) το καινούργιο χρώμα του τοίχου καλύπτει απόλυτα το παλιό, το παλιό χρώμα δε φαίνεται καθόλου

σκεπάρνι (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) εργαλείο με σιδερένιο στέλεχος προσαρμοσμένο σε ξύλινη χειρολαβή (στειλιάρι), πλατύ από τη μια μεριά για να κόβει ή να πελεκά σκληρές επιφάνειες, τετραγωνισμένο από την πίσω πλευρά για να καρφώνει και με ειδική οπή στην πεπλατυσμένη μεριά για να βγάζει καρφιά και πρόκες

σκεπαρνιά (η)  ουσ. 1) (ξυλ., χτ.) το ίχνος ου αφήνει σε μια επιφάνεια το χτύπημα με σκεπάρνι   2) (ξυλ., χτ.) το χτύπημα με σκεπάρνι

σκεπάς (ο)  ουσ. (χτ.) ο οικοδόμος που είναι εξειδικευμένος στην κατασκευή σκεπών

σκεπή (η)  ουσ. (χτ.) το κατασκεύασμα που καλύπτει το ανώτατο μέρος του οικοδομήματος, η στέγη

σκεπή δίριχτη (η)  ουσ. (χτ.) σκεπή με δυο πλευρές να βρίσκονται σε κεκλιμένο επίπεδο

σκεπή μονόριχτη (η)  ουσ. (χτ.) σκεπή με μία μόνο πλευρά να  βρίσκεται σε κεκλιμένο επίπεδο   

σκοτία (η)  ουσ. (χτ.) αυλάκι, λούκι μέσα σε τοίχους, γύψινα κ.τ.λ. 

σκούπα (η)  ουσ. εργαλείο το οποίο αποτελείται από κοντάρι και ειδικό άκρο που είναι δεμένο με βούρτσα από πλαστικό με το οποίο καθαρίζουν στην οικοδομή

σκουραίνω  ρ. (ελ.) αναμειγνύω το χρώμα με ένα άλλο πιο σκούρο για να το κάνω πιο σκοτεινό

σκουρέτο (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) λεπτή σανίδα από την οποία κατασκευάζονται τα λεπτότερα τμήμα των παραθύρων ή των πορτών [< ιταλ.: scuretto]   2) (χτ.) η σανίδα που χρησιμοποιείται για το πέτσωμα της σκεπής, η τάβλα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της στέγης

σκύλα (η)  ουσ. (χτ.)  μεταλλικός λοστός με ειδική οπή στο ένα άκρο, ο οποίος χρησιμοποιείται για την αφαίρεση προκών και καρφιών από τα ξύλα, χρησιμοποιείται, δηλαδή, για το ξεπρόκισμα των ξύλων
σκύρο (το)  ουσ. (χτ.) το χαλίκι που χρησιμοποιείται στην οικοδομική

σκυρόδεμα (το)  ουσ. (χτ.) το σιδηροπαγές μείγμα από χαλίκι, άμμο, τσιμέντο και νερό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κτηρίων, θεμελίων κ.τ.λ., το μπετόν, το σκυροκονίαμα

σκυρόδεση (η)  ουσ. η χρήση σκυροδέματος στην κατασκευή ενός οικοδομήματος

σκυροδετώ  ρ. (χτ.) κατασκευάζω ένα οικοδόμημα χρησιμοποιώντας σκυρόδεμα

σκυροκονίαμα (το)  ουσ. (χτ.) το σκυρόδεμα, το μπετόν

σμίλα (η)  ουσ. (χτ.) σφήνα που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο βράχων, πετρών κ.τ.λ.

σμίλη (η)  ουσ. (χτ.) το σκαρπέλο, το κοπίδι

σμίνι (το)  ουσ. (ξυλ.) χειροπρίονο με λεπτή και μυτερή λάμα

σμιρδόχαρτο (το)  ουσ. (ελ.) φύλλο χαρτιού, η μία επιφάνεια του οποίου καλύπτεται από κόκκους σμυρίδα ς και χρησιμοποιείται για τη λείανση μεταλλικών επιφανειών πριν από το βάψιμό τους με χρώμα

σοβάς (ο)  ουσ. (χτ.) το ασβεστοκονίαμα, το αμμοκονίαμα [< τουρκ.: siva]

σοβατεπί (το)  ουσ. (χτ.) το περίζωμα του δωματίου από ξύλο ή μάρμαρο στο εσωτερικό κάτω μέρος του τοίχου, το πασαμέντο [< τουρκ.: sovadipi]

σοβατζής (ο)  ουσ. (χτ.) ο οικοδόμος που είναι εξειδικευμένος στο σοβάτισμα [< τουρκ.: sivaci]

σοβατίζω  ρ. (χτ.) επιχρίω την επιφάνεια του τοίχου με σοβά, με ασβεστοκονίαμα

σοβάτισμα (το)  ουσ. (χτ.) η επίχριση μιας επιφάνειας με σοβά

σόκορο (το)  ουσ. (ξυλ.) η εγκάρσια τομή του ξύλου, της τάβλας κ.τ.λ.  π.χ. Τρίψε τα σόκορα της πόρτας καλά και μετά τρίψε τα ίσια.

σουμάρω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) μαζεύω το περιττό χρώμα από μια επιφάνεια με το ρολό ή το πινέλο, στρώνω το χρώμα πάνω σε μια επιφάνεια

σουρώνω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) στραγγίζω το χρώμα, το μεταγγίζω σε άλλο κουβά αφού πρώτα το περάσω από τούλι για να βγάλω τα χοντράδια που έχει μέσα το υλικό

σουτάρω ρ. πετάω τα άχρηστα υλικά π.χ. Σουτάρισε το χρώμα αμέσως! Δε το βλέπεις ότι είναι χαλασμένο;

σπάτουλα (η)  ουσ. (ελ.) εργαλείο το οποίο αποτελείται από λαβή και φαρδύ λεπτό έλασμα και χρησιμεύει στο ανακάτεμα και στην τοποθέτηση των υλικών στην επιφάνεια του τοίχου με τη μορφή πολτού [< βενετ.: spatola]

σπατουλάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) η επίχριση μιας επιφάνειας με στόκο ή άλλο συναφές υλικό με τη χρήση σπάτουλας

σπατουλαριστά (τα)  ουσ. (ελ.) το σύνολο των επιφανειών που έχουν επιχριστεί με στόκο ή άλλο συναφές υλικό ή που πρόκειται να επιχριστούν με στόκο ή άλλο συναφές υλικό

σπατουλαριστός - η - ο  επιθ. (ελ.) αυτός που έχει σπατουλαριστεί ή που πρόκειται να σπατουλαριστεί

σπατουλάρω  ρ. (ελ.) καλύπτω μια επιφάνεια με στόκο ή άλλο συναφές υλικό με τη χρήση σπάτουλας

σπάτουλιά (η)  ουσ. 1) (ελ.) η ποσότητα υλικού που μπορεί να χωρέσει σε μια σπάτουλα   2) (ελ.) το ίχνος που αφήνει η επίχριση του τοίχου με υλικό με τη χρήση σπάτουλας, όταν η χρήση της δεν είναι σωστή

σπάω τον τοίχο  εκφρ. (ξυλ., χτ.) γκρεμίζω, καταστρέφω, κατεδαφίζω ένα τμήμα του τοίχου για να εκτελέσω μια οικοδομική εργασία

σπάω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) ανοίγω το χρώμα, το κάνω πιο λευκό, αναμειγνύω το χρώμα με ένα άλλο πιο ανοιχτό για να το κάνω πιο φωτεινό

στάγγα (η)  ουσ. (χτ.) το αντιστύλι, το στήριγμα, το σηκωτήρι

σταυρώνω το χρώμα ή τον τοίχο  εκφρ. (ελ.) βάφω μια επιφάνεια κουνώντας το ρολό ή το πινέλο από πάνω προς τα κάτω, ακολούθως από δεξιά προς τα αριστερά και κατόπιν πάλι από πάνω προς τα κάτω

στέγη (η)  ουσ. (χτ.) η σκεπή, η οριζόντια ή επικλινής επιφάνεια που σκεπάζει ένα κτήριο και είναι φτιαγμένη από ξύλα, κεραμίδια κ.τ.λ.

στεγνωτικό (το)  ουσ. (ελ.) ξηραντική ουσία η οποία αναμειγνύεται με ειδικά ελαιοχρώματα ή βερνικοχρώματα για να στεγνώνουν πιο γρήγορα

στειλιάρι (το)  ουσ. 1) μεγάλο κυλινδρικό ξύλο που χρησιμοποιείται ως λαβή εργαλείων όπως το φτυάρι, η τσουγκράνα, η τσάπα κ.τ.λ.   2) μικρό κυλινδρικό ξύλο που χρησιμοποιείται ως χειρολαβή για εργαλεία όπως το σφυρί, το σκεπάρνι κ.τ.λ.

στέκα (η)  ουσ. (ξυλ.) μακριά και ίσια ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται για το σχεδιασμό γραμμών πάνω στα ξύλα  [< ιταλ.: stecca]

στέλα (η)  ουσ. (ξυλ.) το γονάτι, το εργαλείο με το οποίο σχηματίζουμε γωνίες πάνω στα ξύλα

στεφάνι (το)  ουσ. (χτ.) η κορνίζα της οικοδομής, το περίζωμα

στηθαίο (το) ουσ. (χτ.) προστατευτικό κατασκεύασμα ύψους περίπου ως το στήθος ενός ανθρώπου, το οποίο κατασκευάζεται ως προστατευτικό σε ταράτσες, εξώστες, κλιμακοστάσια κ.α.

στήνω σκαλωσιά  εκφρ. (ελ., χτ.) φτιάχνω σκαλωσιά, συναρμολογώ τα κομμάτια μιας σκαλωσιάς

στήριγμα (το)  ουσ. 1) (χτ.) κάθε τι που στηρίζεται σε καλούπι ή βοηθά τη σκαλωσιά να παραμένει σταθερή   20 (ξυλ.) σίδερο που καρφώνει την κάσα πάνω στα τούλα του τοίχου και τη συγκρατεί

στοκαδόρος (ο)  ουσ. (΄λ.) μικρή σπάτουλα με τριγωνική μεταλλική λεπίδα που χρησιμοποιείται στο στοκάρισμα και στο ξύσιμο του τοίχου

στοκάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) η επίχριση μιας επιφάνειας με στόκο ή άλλο συναφές υλικό

στοκάρω  ρ. (ελ.) επιχρίω μια επιφάνεια με στόκο ή άλλο συναφές υλικό [<ιταλ.: stoccare]

στόκος (ο)   ουσ. (ελ.) πολτώδης μάζα φτιαγμένη από διάφορα υλικά (γύψος, μάρμαρο κ.τ.λ.) που χρησιμοποιείται για το γέμισμα των οπών και των βαθουλωμάτων της επιφάνειας του τοίχου [< ιταλ.: stοcco]

στουπί (το)  ουσ. υπολείμματα από την κατεργασία κανναβιού ή λιναριού που χρησιμοποιείται στην οικοδομή για να καθαρίζουν τα χέρια τους καθώς και τα εργαλεία που έχουν λερωθεί με λάδια, μπογιές κ.τ.λ.

στραβόκαρφο (το)  ουσ. καρφί  που έχει βόλτες, όπως οι βίδες, αλλά η πίσω του πλευρά είναι λυγισμένη έτσι ώστε όταν βιδώνεται να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κρεμάστρα

στραβοπίνελο (το)  ουσ. (ελ.) πινέλο με μακριά και λεπτή χειρολαβή και του οποίου η βούρτσα δεν είναι παράλληλα τοποθετημένη στη χειρολαβή αλλά υπό κλίση για να μπορεί να μπαίνει σε σημεία που τα απλά πινέλα δε μπορούν λόγω μεγέθους και σχήματος

στρίποδο (το)  ουσ. 1) (ελ.) το καβαλέτο   2) (χτ.) μεταλλικό ή ξύλινο τετράποδο στήριγμα με βάση πάνω στην οποία τοποθετούνται τα μαδέρια

στροφίδι (το) ουσ. (ξυλ.) ο μεντεσές

στρώνω τα εργαλεία  εκφρ. δουλεύω τα εργαλεία που είναι καινούργια (και ως εκ τούτου έχουν κάποιες ατέλειες) μέχρις ότου αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να παρουσιάζουν προβλήματα

στρώνω τον τοίχο  εκφρ. (ελ.) βάφω τον τοίχο έτσι ώστε να αποκτήσει την επιθυμητή επιφάνεια

στύλος (ο)  ουσ. (χτ.) επίμηκες κυλινδρικό σώμα ή κατασκευή από τσιμέντο, πέτρα, ξύλο, μάρμαρο ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για τη στήριξη του κτηρίου

σύνδεσμος (ο)  ουσ. (ξυλ., χτ.) ο,τιδήποτε χρησιμοποιείται για να συνδέσει κάτι π.χ. ο σύνδεσμος της σκαλωσιάς (συνδέει τα τμήματα της σκαλωσιάς μεταξύ τους)

συνεργείο (το)  ουσ. ομάδα ατόμων που ασχολούνται με την εκτέλεση του ίδιου έργου   π.χ. το συνεργείο των μπογιατζήδων

σύρμα (το)  ουσ. (χτ.) επίμηκες μεταλλικό σώμα με πολύ μικρή διατομή και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση αντικειμένων, το σιδέρωμα της οικοδομής κ.τ.λ.

συρματόσχοινο (το)  ουσ. το σχοινί που είναι φτιαγμένο από σύρμα και χρησιμοποιείται στους γερανούς και τα ανεβατόρια για την ανύψωση βαριών αντικειμένων και υλικών σε μεγάλο ύψος

συρτάρι (το)  ουσ. (ξυλ.) θήκη μέσα σε ντουλάπα, ντουλάπι ή κάποιο έπιπλο που μπορεί κανείς να τραβά προς τα έξω και να τοποθετεί μέσα σε αυτό αντικείμενα

συρταριέρα (η)  ουσ. (ξυλ.) ειδικός μηχανισμός πάνω στον οποίο προσαρμόζονται πολλά συρτάρια

σύρτης (ο)  ουσ. (ξυλ.) μεταλλικό μάνταλο με το οποίο ασφαλίζονται οι πόρτες και τα παράθυρα

σφήνα (η) ουσ. 1) (ξυλ.) κομμάτι από ξύλο με το ένα του άκρο πλατύ και το άλλο μυτερό με το οποίο σταθεροποιούν τις πόρτες όταν θέλουν να τις επεξεργαστούν κρεμασμένες στους μεντεσέδες    2) (ξυλ., χτ.) κομμάτι από σίδερο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο πέτρας ή το σχίσιμο του ξύλου, με μυτερό το ένα του άκρο το οποίο βυθίζεται σε κάποιο κοίλωμα της πέτρας ή του ξύλου με σφυροκοπήματα στο φαρδύτερο άκρο του

σφουγγάρι (το)  ουσ. (ελ.) ειδικό ρολό που πάνω στον κύλινδρο έχει σπογγώδες πλαστικό υλικό και χρησιμοποιείται κατά το βάψιμο μιας επιφάνειας με ρελιέφ

σφύρα (η) ουσ. (χτ.) ειδικό σφυρί που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο πετρών και άλλων σκληρών υλικών, για το γκρέμισμα τοίχων κ.τ.λ.

σφυράκι (το)  ουσ. (ξυλ.) μικρό σφυρί που χρησιμοποιείται κυρίως για το κάρφωμα μικρών καρφιών σε ξύλα

σφυρήλατο (το)  ουσ. (ελ.) ειδικό χρώμα που χρησιμοποιείται για τη βαφή μετάλλων και όταν στεγνώσει μοιάζει σαν να έχει σφυρηλατηθεί καθώς η επιφάνεια που έχει βαφεί είναι γυαλιστερή αλλά όχι λεία

σφυρήλατος - η - ο  επιθ. (ελ.) αυτός που έχει βαφεί με σφυρήλατο χρώμα

σφυρί (το) ουσ. (ξυλ., χτ.) μικρή σφύρα με μεταλλικό ή ξύλινο στειλιάρι και μεταλλική, πλαστική ή ξύλινη κεφαλή που χρησιμοποιείται στο κάρφωμα

σφυριά (η)  ουσ. 1) (ξυλ., χτ.) το ίχνος που αφήνει το χτύπημα με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια    2) (ξυλ., χτ.) το χτύπημα με σφυρί   π.χ. ρίξε μια σφυριά στην πρόκα για να μπει μέσα στο φύλο

σχέδιο (το)  ουσ. 1) (ξυλ.) το μοτίβο που έχει επιλέξει ο πελάτης να φτιάξει τις ξυλοκατασκευές του οικοδομήματός του   2) (χτ.) το διάγραμμα βάσει του οποίου κατασκευάζεται ένα οικοδόμημα

σχισμή (η)  ουσ. το άνοιγμα πάνω σε μια επιφάνεια (κυρίως του τοίχου)  π.χ. ο τοίχος γέμισε σχισμές από το σεισμό


Τ

ταβάνι (το) ουσ. (ελ., χτ.) η εσωτερικά επιφάνεια της στέγης ενός οικοδομήματος, η οροφή ενός κτηρίου [< τουρκ.: tavan}

ταβανοκολόνα (η)  ουσ. (χτ.) η τσιμεντένια δοκός που στηρίζει το ταβάνι

ταβανόπροκα (η)  ουσ. (χτ.) πρόκα μεγάλων διαστάσεων που χρησιμοποιείται στην οικοδομική

ταβανοσανίδα (η)  ουσ. (χτ.) λεπτή σανίδα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή την επένδυση του ταβανιού, το ταβανοσάνιδο

ταβανοσάνιδο (το)  ουσ. (χτ.) η ταβανοσανίδα

ταβαντζής (ο)  ουσ. (χτ.) ο οικοδόμος που είναι εξειδικευμένος στο καλούπωμα του ταβανιού ή στην επένδυσή του με ξύλο

ταβάνωμα (το)  ουσ. (χτ.) η κατασκευή ταβανιού ή η επένδυσή του με σανίδες

ταβανώνω  ρ. (χτ.) κατασκευάζω ταβάνι ή το επενδύω με ξύλο

τάβλα (η)  ουσ. (χτ.) σανίδα με πάχος 1 - 3 εκατοστά που χρησιμοποιείται στην οικοδομική κυρίως για το καλούπωμα του κτηρίου [<< λατ: tabula]

ταινία (η)  ουσ. 1) η μετροταινία, η κορδέλα, ταινία ειδικά κατασκευασμένη για να χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αποστάσεων   2) (ελ.) η χαρτοταινία, ειδική ταινία από χαρτί που στη μια της επιφάνεια έχει ειδική κολλητική ουσία και η οποία χρησιμοποιείται για τη μόνωση των τμημάτων μιας επιφάνειας που δε θέλουμε να λερωθεί με μπογιά

ταίρι (το)  ουσ. (ξυλ.) το πορτόφυλλο μιας δίφυλλης πόρτας ή ντουλάπας που μπορεί να κουμπώσει μόνο μαζί με ένα από τα όλα τα υπόλοιπα πορτόφυλλα της οικοδομής

ταιριάζω τα ξύλα  εκφρ. (ξυλ.) συναρμολογώ, συνδέω, συνταιριάζω, ενώνω τα ξύλινα κομμάτια μια ξυλοκατασκευής  

ταιριάζω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) φτιάχνω χρώμα ίδιας απόχρωσης με αυτό που έχω ήδη  χρησιμοποιήσει αναμειγνύοντας το λευκό με τα υπόλοιπα βασικά χρώματα

τακαρία (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το σύνολο των αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα, σφήνες ή τάκοι

τάκος (ο)  ουσ. (ξυλ., χτ.) κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα ή σφήνα [<ιταλ.: tacco]

ταμπάνι (το) ουσ. (χτ.) το δοκάρι στο οποίο στερεώνονται τα ψαλίδια της στέγης

ταμπλάς (ο)  ουσ. (ξυλ.) η μεγάλη ευθύγραμμη επιφάνεια της πόρτας

τανάλια (η)  ουσ. εργαλείο με δύο σκέλη που καταλήγουν σε δύο σιαγόνες οι οποίες ανοιγοκλείνουν και χρησιμοποιείται για το σφίξιμο ή την εξαγωγή αντικειμένων, την κοπή συρμάτων κ.τ.λ.

ταπετσαρία (η)  ουσ. (ελ.) ειδικό επίστρωμα από χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό που επενδύει εσωτερικές επιφάνειες οικοδομημάτων για καλλωπισμό και προστασία, το τοιχόχαρτο [< ιταλ.: tappezzeria]

ταπετσάρω  ρ. (ελ.) τοποθετώ ταπετσαρία στον τοίχο (αυτό συνήθως γίνεται από τους ελαιοχρωματιστές)

ταράτσα (η)  ουσ. (χτ.) η επίπεδη ακάλυπτη στέγη του οικοδομήματος  [< ιταλ.: terrazza]

ταρατσώνω  ρ. (χτ.) κατασκευάζω ταράτσα σε οικοδομή

ταφ (το)  ουσ. (χτ.) το σημείο όπου δυο δοκάρια ενώνονται και σχηματίζουν το γράμμα Τ

τελάρο (το)  ουσ. (ξυλ.) το πλαίσια, η κορνίζα, η κατασκευή που τοποθετείται στο άνοιγμα του τοίχου που έχει φτιαχτεί για να στερεωθεί πάνω του το πορτόφυλλο του παραθύρου ή της πόρτας [< ιταλ.: telaro]

τενεκές (ο)  ουσ. (ελ.) το δοχείο που έχει φτιαχτεί από λευκοσίδηρο και χρησιμοποιείται τόσο για την αποθήκευση του χρώματος όσο και κατά το βάψιμο με ρολό

τερματίζω τη βίδα εκφρ. (ξυλ., χτ.) βιδώνω μια βίδα μέχρι να μπει όσο πιο βαθιά στη επιφάνεια γίνεται

τετραγωνικό (το)  ουσ. το τετράγωνο που έχει πλευρά ενός μέτρου και χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης των επιφανειών


τετράφυλλος - η - ο  επιθ. (ξυλ.) η ξυλοκατασκευή που έχει τέσσερα κινητά μέρη (φύλλα)

τεφτέρι (το)  (ξυλ.) το τετράδιο στο οποίο σημειώνουν οι μαραγκοί τις διαστάσεις των κατασκευών, τα σχέδια των επιφανειών κ.τ.λ. [< τουρκ.: tefter]

τζαμαρία (η)  ουσ. (ξυλ.) ξυλοκατασκευή που στηρίζει τζάμι μεγάλης επιφάνειας και χρησιμοποιείται ως προστατευτική, διαχωριστική τοίχιση της οικοδομής η οποία καλύπτει μια ολόκληρη πλευρά ενός κτιστού χώρου

τζάμι (το)  ουσ. (ξυλ.) το ξύλινο πλαίσιο που στηρίζει το γυάλινο τμήμα του παραθύρου, το τζαμιλίκι [< τουρκ.: cam]

τζαμιλίκι (το)  ουσ. (ξυλ.) το τζάμι του παραθύρου ή της μπαλκονόπορτας

τζαμόπορτα (η)  ουσ (ξυλ.) πόρτα εσωτερικού χώρου με τζάμι

τζαμόστοκος (ο)  ουσ. (ξυλ.) ειδικό υλικό που μπαίνει στο σημείο όπου ενώνεται το γυαλί του τζαμιού με το ξύλινο πλαίσιο για να είναι πιο σταθερό, για να εφαρμόσουν απόλυτα τα δύο μέρη

τίντα (η)  ουσ. 1) (ελ.) η μπογιά, το χρώμα   2) (ελ.) η προεργασία που γίνεται ειδικά για τη βαφή των πατίνων

τοιχίο (το)  ουσ. 1) (χτ.) μικρός τοίχος   2) (χτ.) το μέρος του τοίχου που βρίσκεται και από τις δυο πλευρές του παραθύρου ή της πόρτας

τοιχοδομή (η)  ουσ. 1) (χτ.) η κατασκευή τοίχου   2) (χτ.) ο τοίχος ως κατασκευή

τοίχος (ο)  ουσ. (χτ.) το ντουβάρι, κατασκεύασμα από δομικά υλικά (τούβλα, τσιμεντόλιθοι, τσιμέντο κ.τ.λ.) που συνδέονται με κονίαμα και τοποθετούνται σε κατακόρυφη διάταξη, περιβάλλοντας εξωτερικά ένα κτίσμα ή σχηματίζοντας χωρίσματα στο εσωτερικό του

τοιχόχαρτο (το)  ουσ. (ελ.) η ταπετσαρία

τοκμάκι (το)  ουσ. (ξυλ.) η ματσόλα, ξύλινο σφυρί

τόξο (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) κατασκευή με καμπύλο ή ελλειψοειδές σχήμα που στηρίζεται με τ άκρα της σε δύο σταθερά σημεία π.χ. το τόξο της πόρτας

τορνάρισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η κατεργασία του ξύλου με τη χρήση τόρνου

τόρνος (ο)  ουσ. (ξυλ.) μηχάνημα με ειδικές εγκοπές που χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση κυλινδρικών ή καμπύλων επιφανειών

τούβλο (το)  ουσ. (χτ.) δομικό υλικό ορθογωνίου σχήματος (συνήθως) με τρύπες στο εσωτερικό του που αποτελεί ψημένο μείγμα αργιλώδους χώματος και νερού και χρησιμοποιείται στο χτίσιμο τοιχοδομών

τουμπάρω  ρ. αναποδογυρίζω, ρίχνω κάτω π.χ. Τουμπάρισε το καρότσι με την άμμο και φερ' το να βάλουμε τούβλα

τράβα (η)  ουσ. (χτ.) το μεγάλο δοκάρι, η δοκός που χρησιμοποιείται για τη στήριξη της στέγης ή του δαπέδου [< ιταλ.:  trave]

τραβέρσα (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το δοκάρι που χρησιμοποιείται στη σύνδεση δύο ή περισσοτέρων δομικών στοιχείων [< ιταλ.: traversa]

τραγάνη (η)  ουσ. (χτ.) χοντρή οικοδομική άμμος

τρεξίμο (το)   ουσ. (ελ.) το ίχνος που αφήνει το χρώμα πάνω στην επιφάνεια του τοίχου όταν δεν κολλάει πάνω στον τοίχο με αποτέλεσμα να σχηματίζει σταγόνες που ρέουν προς το πάτωμα (συνήθως στον πληθυντικό : τρεξίματα)

τριβίδι (το)  ουσ. (χτ.) το ξύλο ή το κομμάτι από φελιζόλ που χρησιμοποιείται για το στρώσιμο του σοβά όσο ακόμα αυτός είναι νωπός

τριβείο (το)  ουσ. 1) (ελ.) ηλεκτροκίνητο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη λείανση σκληρών επιφανειών (τοίχων, ξυλοκατασκευών κ.τ.λ.)   2) (ελ.) πλαστικό εργαλείο με χειρολαβή στο οποίο προσαρμόζεται το γυαλόχαρτο και χρησιμοποιείται για τη λείανση των σκληρών επιφανειών   3) (χτ.) κομμάτι από αφρολέξ ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται κατά το σοβάτισμα για την εξομάλυνση της επιφάνειας του σοβά

τριβέλι (το)  ουσ. (ξυλ.) το τρυπάνι, μυτερό και ελικωτό εργαλείο που με την περιστροφή του ανοίγει τρύπες πάνω σε σκληρές επιφάνειες

τρίβω ρ. λειαίνω μια επιφάνεια με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων

τρίβω στα ίσια  εκφρ. (ελ.) τρίβω μια ξύλινη επιφάνεια με κατακόρυφη κίνηση του χεριού (πάνω - κάτω) κυρίως λόγω του ευαίσθητου υλικού που είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να μην κάνει γραμμές και γδαρσίματα

τρίγωνο (το)  ουσ. (ξυλ.) εργαλείο με τριγωνικό σχήμα που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθείων γραμμών ή για την κατασκευή γωνιών

τρίποδο (το) ουσ. (ελ., χτ.) το στρίποδο, το καβαλέτο

τρίσκαλο (το)  ουσ. μικρή πτυσσόμενη σκάλα με τρία σκαλιά

τριχρωμία (η)  ουσ. (ελ.) η βαφή ενός οικοδομήματος με τρία διαφορετικά χρώματα π.χ. Ωραία τριχρωμία έκανες τη φάτσα του σπιτιού .....άσπρο, κόκκινο, μπλε!

τρίψιμο (το) ουσ. η λείανση μιας επιφάνειας με κατάλληλο εργαλείο ή υλικό

τρόμπα (η)  ουσ. (χτ.) ειδική αντλία που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά κονιάματος ή σκυροδέματος [< ιταλ.: tromba]

τροχαλία (η)  ουσ. τροχός προσαρμοσμένος σε άξονα με λεία ή αυλακωτή στεφάνη γύρω από την οποία τυλίγεται χοντρό σχοινί ή συρματόσχοινο και χρησιμοποιείται για την ανύψωση φορτίων, ο μακαράς

τροχίζω  ρ. (ξυλ., χτ.) οξύνω την αιχμή κάποιου εργαλείου με τροχό ή άλλο κατάλληλο εργαλείο έτσι ώστε να κόβει καλύτερα, ακονίζω

τρόχισμα (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) η όξυνση της αιχμής ενός εργαλείου με τροχό ή άλλο κατάλληλο μηχάνημα ή εργαλείο

τροχός (ο)  ουσ. ηλεκτροκίνητο μηχάνημα στο οποίο προσαρμόζεται δίσκος και με την περιστροφή του δίσκου κόβει ή τρίβει σκληρές επιφάνειες, το σβουράκι, το κόφτης, το τροχουδάκι

τροχουδάκι (το)  ουσ. μικρός σε διαστάσεις και δυνατότητες τροχός, το σβουράκι, το κοφτάκι

τρυπάνι (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) ηλεκτροκίνητο μηχάνημα ή χειροκίνητο εργαλείο με χαλύβδινο ελικωτό στέλεχος το οποίο, καθώς περιστρέφεται, ανοίγει τρύπες σε σκληρές επιφάνειες (ξύλα, τοίχους κ.τ.λ.)

τρύπημα (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το άνοιγμα τρύπας με τη χρήση τρυπανιού

τρυπάω (ή τρυπώ)  ρ.  (ξυλ., χτ.) ανοίγω τρύπα με τρυπάνι

ο τοίχος τρώει χρώμα  εκφρ. (ελ.) ο τοίχος, συνήθως εξαιτίας της ποιότητας του σοβά, απορροφάει το χρώμα με αποτέλεσμα να απαιτεί πολύ περισσότερο χρώμα από το συνηθισμένο για να βαφεί   π.χ. Κοίτα να δεις! Δυο μέτρα τοίχος και μου έφαγε τόσο χρώμα!

τρώω ρ. 1) καταναλώνω   2) (ξυλ., χτ.) σπάζω, κόβω ένα μικρό κομμάτι π.χ. Φάε λίγο τον τοίχο για να μπει η κάσα.

τσακνό (το)  ουσ. (ξυλ.) τα κομματάκια από το σπασμένο ξύλο 

τσάπα (η)  ουσ. (χτ.) εργαλείο που αποτελείται από μακρόστενο ξύλινο στειλιάρι στο οποίο είναι προσαρμοσμένη πλατιά μεταλλική λάμα και χρησιμοποιείται για το σκάψιμο καθώς και το ανακάτεμα του χαρμανιού [< ιταλ.: zappa]

τσαπί (το)  ουσ. (χτ.) μικρή τσάπα

τσατί (το) ουσ. (χτ.) σανίδες για την κατασκευή της στέγης

τσατίζω  ρ. (χτ.) βάζω σανίδες στη σκεπή, σανιδώνω τη σκεπή

τσατμάς (ο)  ουσ. (χτ.) τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο

τσεκούρι (το)  ουσ. εργαλείο που αποτελείται από ξύλινο στειλιάρι και βαριά κοφτερή λεπίδα και χρησιμοποιείται για την κοπή ξύλων

τσέρκι (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμοποιείται για τη στήριξη ή τη συγκράτηση αντικειμένων, μετάλλων κ.τ.λ.

τσήτα (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) ξύλινος πήχης που χρησιμοποιείται για τη στήριξη κάποιου αντικειμένου

τσίγκος (ο)  ουσ. 1) (ελ., χτ.) ο ψευδάργυρος, οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιείται για το σφράγισμα των οπών του τοίχου   2) (ξυλ., χτ.) η λαμαρίνα που έχει επικάλυψη ψευδαργύρου και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πρόχειρων οικοδομημάτων  [< ιταλ.: zinco]

τσιμεντάρω  ρ. (χτ.) επιστρώνω, φράζω, ενώνω με τσιμέντο κάτι

τσιμέντο (το)  ουσ. 1) (χτ.) οικοδομικό υλικό που παράγεται κυρίως από ασβεστόλιθο και άργιλο και όταν αναμιχθεί με νερό, σχηματίζει πολτό, ο οποίος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα στερεοποιείται, έχει μεγάλη αντοχή και χρησιμοποιείται για την κατασκευή τσιμεντοκονιαμάτων, σκυροδέματος κ.τ.λ.   2) (χτ.) το σκυρόδεμα, το μπετόν   3) (χτ.) το σακί που περιέχει τσιμέντο   4) (χτ.) η επιφάνεια που αποτελείται από στερεοποιημένο τσιμεντοκονίαμα [< ιταλ.: cemento]

τσιμεντόβεργα (η)  ουσ. (χτ.) η μεταλλική ράβδος που τοποθετείται στο καλούπι της οικοδομής για να ενισχύσει την αντοχή και την ανθεκτικότητα του σκυροδέματος

τσιμεντογωνία (η)  ουσ. (χτ.) η γωνία ενός οικοδομήματος που είναι φτιαγμένη με τσιμεντοκονία

τσιμεντοκονίαμα (το)  ουσ. (χτ.) η λάσπη, η τσιμεντόλασπη, οικοδομικό υλικό που παρασκευάζεται από άμμο, τσιμέντο και νερό και χρησιμοποιείται κατά το χτίσιμο των τούβλων, των τσιμεντόλιθων κ.τ.λ.

τσιμεντόλασπη (η)  ουσ. (χτ.) η λάσπη, το τσιμεντοκονίαμα

τσιμεντόλιθος (ο)  ουσ. (χτ.) πλίνθος που είναι κατασκευασμένος από σκυρόδεμα και χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό

τσιμεντόπλακα (η)  ουσ. (χτ.) τσιμεντένια πλάκα που στρώνεται σε μεγάλες επιφάνειες για να τις εξομαλύνει και να τις ενισχύσει

τσιμεντοσανίδα (η)  ουσ. (χτ.) η σανίδα που κατασκευάζεται από σκυρόδεμα, πριονίδια και ίνες αμιάντου

τσιμεντόχρωμα (το)  ουσ. (ελ.) ειδικό χρώμα που χρησιμοποιείται για τη βαφή των εμφανών μπετών, γενικότερα των τσιμεντένιων επιφανειών

τσιμπάω τον τοίχο  εκφρ. (χτ.) σκάβω λίγο ή σπάω σε κάποιο σημείο τον τοίχο για να τοποθετήσω κάτι, τρώω τον τοίχο    π.χ. Τσίμπα λίγο τον τοίχο να μπει η κασόπορτα.

τσιμπάω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) κάνω το χρώμα ελάχιστα πιο ανοιχτό, πιο φωτεινό, ανοίγω το χρώμα πολύ λίγο

τσιμπίδα (η)  ουσ. ο κάβουρας, λαβίδα με ρυθμιζόμενο άνοιγμα που μοιάζει με δαγκάνα και χρησιμοποιείται για το σφίξιμο ή το ξεσφίξιμο αντικείμενο κ.τ.λ.

τσοκ (το)  ουσ. το ειδικό εξάρτημα του τρυπανιού πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η μύτη

τσόντα (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) κάθε κομμάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο, το συμπλήρωμα  π.χ. Αν δεν έχεις αρκετά μεγάλα ξύλα για το καλούπι, καν' το με τσόντες

τσουγκράνα (η)  ουσ. (χτ.) εργαλείο που αποτελείται από μακρύ ξύλινο στειλιάρι και μεταλλική άκρη με δόντια, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του εδάφους από πέτρες, χόρτα κ.τ.λ. καθώς και για το ανακάτεμα του χαρμανιού

τύμπανο (το)  ουσ. 1) (χτ.) η τριγωνική επιφάνεια του αετώματος των νεοκλασικών κτηρίων   2) (χτ.) ο τοίχος που έχει κοίλο ή πολυγωνικό σχήμα   



Υ

υαλοβάμβακας (ο)  ουσ. (χτ.) πυκνό και μαλακό  κατασκεύασμα από ίνες γυαλιού, το οποίο χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως θερμομονωτικό υλικό

υδρόχρωμα (το)  ουσ. (ελ.) κάθε είδος χρώμα που διαλύεται με νερό (λ.χ. πλαστικό) και χρησιμοποιείται στην οικοδομική

υλικό (το)  ουσ. κάθε είδους ουσία που χρησιμοποιείται στην οικοδομική π.χ. (ελ.) πιάσε το υλικό να στοκάρουμε τον τοίχο,  (χτ.) φτιάξε υλικό να τελειώσουμε το σοβάτισμα

 

Φ

φαγάνα (η)  ουσ. (χτ.) το μηχάνημα που χρησιμοποιείται στην εκσκαφή των χωμάτων και στην αφαίρεση των πετρών κατά τη διάνοιξη των θεμελίων της οικοδομής

φαγκρίζω  ρ.  (ελ.) το χρώμα δεν έχει στεγνώσει καλά, δεν έχει στρώσει, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι κατά τόπους έχει βαφεί με διαφορετικό χρώμα

φαλτσογωνιά (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) ο χάρακας που χρησιμοποιείται για τη χάραξη γωνιών 45 μοιρών

φαλτσοστέκα (η)  ουσ. (ξυλ.) εργαλείο με το οποίο κατασκευάζουν και κόβουν σε ορθή ή μη γωνία τα ξύλα, η γωνιά, το εργαλείο με το οποίο γίνεται το γώνιασμα των ξύλων

φανάρι (το)  ουσ. (χτ.) μεγάλη τρύπα στο σοβά του τοίχου, μεγάλο μερεμέτι στην επιφάνεια του τοίχου

φαρμάκι (το)  ουσ. (ελ.) ειδικό υγρό με το οποίο βάφουν τις ξύλινες επιφάνειες που βάφονται για πρώτη φορά και έχει την ιδιότητα να προστατεύει το ξύλο από τα έντομα που μπορούν να το καταστρέψουν

φαρμακώνω  ρ. (ελ.) βάφω με φαρμάκι μια ξύλινη επιφάνεια

φάτνωμα (το)  ουσ. (χτ.) καθένα από τα κοίλα ορθογώνια της οροφής που σχηματίζονται από στη διασταύρωση των δοκών αυτής

φάτνωση (η)  ουσ. (χτ.) η διακόσμηση μιας οροφής με φατνώματα

φατούρα  επιρ.  η δουλειά που αναλαμβάνει ο εργολάβος χωρίς να έχει την οικονομική επιβάρυνση και την υποχρέωση της αγοράς των απαιτούμενων υλικών π.χ. Πήρα τη δουλειά φατούρα γιατί αυτός μου φαίνεται ότι στο τέλος θα μου ζητούσε μέχρι και χρυσά πόμολα [< ιταλ.: fattura]

φάτσα (η)  ουσ. (ελ., χτ.) η πρόσοψη του κτηρίου, τα εξωτερικά τοιχώματα της οικοδομής [<ιταλ.: fazza]

φεγγίτης (ο)  ουσ. (χτ.) μικρό άνοιγμα σε σκεπές και υπόγεια δωμάτια, όπου τοποθετείται παράθυρο

φελιζόλ (το)  ουσ. (χτ.) ελαφρύ πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως μονωτικό υλικό

φέρνω βόλτα  εκφρ. 1) σφίγγω κάτι π.χ. φέρε δυο βόλτες τη βίδα    2) στρέφω κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση

 φορτηγό (το)  ουσ. (χτ.) η ποσότητα υλικού που μπορεί να  μεταφέρει ένα φορτηγό αυτοκίνητο, χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης των αναγκών σε οικοδομικά υλικά
π.χ. Φέρε μου ακόμα ένα φορτηγό χαλίκι και δέκα σακιά τσιμέντο

φούσκωμα (το)  ουσ. (ελ., χτ.) μεγάλες φουσκάλες που δημιουργούνται στο χρώμα (συνηθέστερα) ή το σοβά του τοίχου που προκαλείται λόγω της υγρασίας  

φούσκωσε ο τοίχος  εκφρ. (ελ., χτ.) ο τοίχος γέμισε με φουσκώματα και πρέπει να επιδιορθωθεί

φραγκόφτυαρο (το)  ουσ. (χτ.) ορθογώνιο πλαστικό με χειρολαβή πάνω στο οποίο βάζουν τη λάσπη οι οικοδόμοι και δουλεύουν

φρέζα (η)  ουσ. (ξυλ.) εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία της επιφάνειας του ξύλου [< γαλλ.: fraise]

φρεζάρω  ρ. (ξυλ.) κατεργάζομαι το ξύλο χρησιμοποιώντας φρέζα

φρεσκάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το βάψιμο μιας οικοδομής (που έχει βαφεί παλιότερα) έτσι ώστε να επιδιορθωθεί και να μοιάζει με καινούργιο

φρεσκάρω ρ. (ελ.) επιδιορθώνω και βάφω μια οικοδομή που έχει κατασκευαστεί παλιότερα

φρίζα (η)  ουσ. (χτ.) η ζωοφόρος, τα ανάγλυφα σχέδια από γύψο ή τσιμέντο μου τοποθετούνται στη μετώπη και στην οροφή της οικοδομής

φτυάρι (το)  ουσ. (χτ.) εργαλείο που αποτελείται από ένα στειλιάρι στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένη πλατιά μεταλλική επιφάνεια και χρησιμοποιείται για το σκάψιμο, τη μεταφορά υλικών, το ανακάτεμα του χαρμανιού κ.τ.λ. 

φτυαριά (η)  ουσ. (χτ.) η ποσότητα υλικού που μπορεί να χωρέσει ένα φτυάρι

φτυαρίζω  ρ. (χτ.) ανακατώνω, μεταφέρω ή σκάβω με φτυάρι

φτυάρισμα  (το)  ουσ. (χτ.) το ανακάτεμα ή το σκάψιμο με φτυάρι

φύλλο (το)  ουσ. (ξυλ.) το κινητό τμήμα της πόρτας ή του παραθύρου 

φωταγωγός (ο)  ουσ. (χτ.) άνοιγμα από το οποίο μπαίνει αέρας και φώς στην οικοδομή, κυρίως για τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών που δε <<βλέπουν>> στον εξωτερικό χώρο του κτηρίου
   
        X


χαγιάτι (το) ουσ. (χτ.) το σκεπαστό και ανοιχτό μπαλκόνι στο εξωτερικό μέρος σπιτιών που είτε αναπαλαιώνονται, είτε φτιάχνονται βασισμένα στην τεχνοτροπία περασμένων δεκαετιών [(τουρκ.: hayat )]

χαΐδεμα  (το)  ουσ. 1) (ελ.) το πάρα πολύ απαλό τρίψιμο μιας επιφάνειας 2) (ελ.) το πολύ γρήγορο  και σχετικά πρόχειρο τρίψιμο π.χ. έλα, καν΄ του ένα χαΐδεμα και βάψ΄ το

χαϊδεύω ρ. 1) (ελ.) τρίβω μια επιφάνεια πάρα πολύ απαλά 2) (ελ.) τρίβω μια επιφάνεια γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερη προσοχή για τις όποιες ατέλειες

χάλασμα (το) ουσ.(χτ.) η κατεδάφιση ενός κτίσματος , το γκρέμισμα , το ερείπιο

ο τοίχος τρίβεται σαν χαλβάς  εκφρ. (ελ.) ο τοίχος τρίβεται πάρα πολύ εύκολα

χαλίκι (το) ουσ. (χτ.) οικοδομικό υλικό που αποτελείται από μικρές πέτρες που έχουν δημιουργηθεί από τη συντριβή μεγαλύτερων, το σκύρο

χαλικόστρωμα (το) ουσ. (χτ.) επιφάνεια στρωμένη με χαλίκια

χαλικοστρώνω ρ. (χτ.) στρώνω, καλύπτω μια επιφάνεια με χαλίκια

χαλικόστρωση (η) ουσ. (χτ.) η επίστρωση μιας επιφάνειας με χαλίκια, το χαλίκωμα, η χαλίκωση

χαλίκωμα (το) ουσ.(χτ.) η χαλικοστρώσει, η χαλίκωση

χαλίκωση (η) ουσ. (χτ.) η χαλικοστρώσει, το χαλίκωμα

χαμαλίκι (το) ουσ. 1) η βαριά και δύσκολη δουλειά που αναλαμβάνει κάποιος εργάτης (λ.χ. το κουβάλημα της λάσπης)
2) η δουλειά που δε σου προσφέρει οικονομικό όφελος όμως μπορεί να  σε ωφελήσει έμμεσα π.χ. το μερεμέτι αυτό είναι χαμαλίκι όμως το κάνω γιατί η κυρα-Μαρία είναι καλή πελάτισσα

χαντάκι (το) ουσ. (χτ.) επίμηκες σκάμμα, τεχνητό άνοιγμα της γης , μικρή τάφρος που δημιουργείται για την εκτέλεση κάποιου οικοδομικού έργου

χάρακας (ο) ουσ. (ξυλ.) ευθύγραμμο ξύλο με το οποίο οι μαραγκοί χαράζουν γραμμές πάνω στα ξύλα για να τα κόψουν

χαρμάνι (το) ουσ. 1) (χτ.) τα υλικά που αναμειγνύονται  για την παραγωγή του σκυροδέματος 2) (χτ.) το  σκυρόδεμα , το μπετόν [<τουρκ.: harman]

χαρτοταινία (η)  ουσ.(ελ.) κολλητική ταινία από χαρτί που χρησιμοποιείται για να μονώσουμε τα τμήματα εκείνα που ακουμπούν με τις επιφάνειες τις οποίες βάφουμε (π.χ. σοβατεπί) και  δε θέλουμε να λερωθούν

χειρολαβή (η)  ουσ. εξάρτημα μηχανήματος, εργαλείου ή οργάνου από το οποίο μπορεί να το κρατά κανείς και να το χειρίζεται

χειροπρίονο (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) πριόνι που κόβει το ξύλο με την παλινδρομική κίνηση των χεριών

χέρι (το)  ουσ. (ελ.) η στρώση χρώματος ή στόκου που χρειάζεται μια επιφάνεια για να τελειοποιηθεί π.χ. Πόσα χέρια πλαστικό έφαγε αυτός ο τοίχος;

χερούλι (το)  ουσ. (ξυλ.) το πόμολο της πόρτας ή του παραθύρου

χιαστί (το)  ουσ. (ελ., χτ.) δύο σιδερένιες βέργες ενωμένες ακριβώς στο μέσο τους με βίδα, οι οποίες είναι κατάλληλα κατασκευασμένες έτσι ώστε να κουμπώνουν πάνω στα πλαίσια της σκαλωσιάς και να επιτυγχάνεται η συναρμολόγηση των πύργων της σκαλωσιάς

χοντράδι (το)  ουσ. 1) (ελ., χτ.) σκληρό και ξερό σώμα μέσα σε μαλακό υλικό π.χ. όλο χοντράδια είναι το χρώμα   2) (ελ., χτ.) ατέλεια στην κατασκευή ενός οικοδομήματος

χοντρό (το)  ουσ. (χτ.) το πρώτο υπόστρωμα του σοβά (περιέχει πολύ άμμο)

χοντροκόψιμο (το)  ουσ. (ελ.) το γρήγορο και όχι ιδιαίτερα προσεγμένο <<κόψιμο>> του τοίχου

χοντροστοκάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το στοκάρισμα των μεγάλων σχετικά οπών και ατελειών του τοίχου με σφιχτό στόκο

χρώμα (το)  ουσ. (ελ.) κάθε είδους ρευστή ύλη από χρωστική και ριτινώδη ή πλαστική ουσία, διαλύεται με νερό ή με ειδικά διαλυτικά και με το οποίο επιχρίουν τις επιφάνιες των τοίχων για καλλωπισμό και προστασία

χρωματίζω ρ. (ελ.) βάφω με χρώμα μια επιφάνεια, μπογιατίζω

χρωμάτισμα (το)  ουσ. (ελ.) το βάψιμο, το μπογιάτισμα μιας επιφάνειας με χρώμα

χρωματισμός (ο)  ουσ. (ελ.) το επίχρισμα μιας επιφάνειας με χρώμα, το μπογιάτισμα, το βάψιμο

χρωματοπωλείο (το)  ουσ. (ελ.) το μαγαζί όπου πωλούνται τα χρώματα και όλα τα συναφή με τη δουλειά του ελαιοχρωματιστή υλικά

χρωματοπώλης (ο)  ουσ. 1) (ελ.) ο ιδιοκτήτης του χρωματοπωλείου   2) (ελ.) συνεκδοχικά : το χρωματοπωλείο   π.χ. Αν με ζητήσει κανείς να πεις ότι πάω στο χρωματοπώλη για να πάρω πλαστικό.

χτίζω  ρ. (χτ.) αναγείρω οικοδόμημα, οικοδομώ, θεμελιώνω

χτίσιμο (το)  ουσ. (χτ.) η ανέγερση κτηρίου, η οικοδόμηση, η θεμελίωση

χτίστης (ο)  ουσ. 9χτ.) ο εξειδικευμένος τεχνίτης της οικοδομής  στο χτίσιμο, την οικοδόμηση, την ανέγερση κτηρίων

χωνευτός - η - ο επιθ. (ξυλ., χτ.) αυτός που έχει χωθεί, που έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό του ξύλου, του τοίχου ή άλλου υλικού

χώρισμα (το)  ουσ.  (χτ.) ο τοίχος, το σανίδωμα ή το κατασκεύασμα από οποιοδήποτε υλικό με το οποίο χωρίζεται ένας χώρος από ένα άλλο





Ψ


ψαλίδα (η)  ουσ. (χτ.) το ψαλίδι, το μεγάλο σε μέγεθος κοπτικό εργαλείο ποτ αποτελείται από δύο λεπίδες που ενώνονται πολύ κοντά στο ένα τους άκρο το οποίο είναι αιχμηρό, ενώ το άλλο άκρο αποτελείται από ειδικές χειρολαβές και με το οποίο κόβουν σίδερα, μπετόβεργες, πλέγματα κ.τ.λ.

ψαλίδι (το)  ουσ. 1) (χτ.) η ψαλίδα   2) (χτ.) το ζευγάρι των δοκαριών που ενώνονται σε σχήμα Λ στις γωνίες του σκελετού της στέγης   3) (χτ.) ο τριγωνικός σκελετός της στέγης

ψαλίδι με μπαμπά (το)  ουσ. (χτ.) το ζευγάρι των δοκαριών της σκεπής που ενώνονται σε σχήμα Λ και υποστηρίζονται από ειδική ξύλινη κατασκευή με ορθοστάτες και συνδέσμους για την αύξηση της ανθεκτικότητας της στέγης

ψευδοροφή (η)  ουσ. (χτ.) πρόσθετο στοιχείο (π.χ. γυψοσανίδα) που τοποθετείται στην οροφή εσωτερικών χώρων για διακοσμητικούς ή λειτουργικούς λόγους

ψευτόκασα (η)  ουσ. (ξυλ.) το ψευτοκάσι, η κάσα πόρτας ή παραθύρου η οποία είναι πρόχειρα και από αμφίβολης ποιότητας ξύλο φτιαγμένη και μπαίνει προσωρινά (μέχρι το σοβάτισμα) στο άνοιγμα για την  πόρτα μέχρι να τοποθετηθεί η κανονική κάσα, και είτε βγαίνει για να μπει η κανονική κάσα, είτε η κανονική κάσα τοποθετείται πάνω από αυτή    

ψευτοκάσι (το)  ουσ. (ξυλ.) η ψευτόκασα

ψηλοτάβανος - η - ο  επιθ. (χτ.) αυτός που έχει ψηλό ταβάνι, αυτός η οροφή του οποίου βρίσκεται σε μεγαλύτερο ύψος από το συνηθισμένο

ψι (το)  ουσ. (ελ., χτ.) εξάρτημα της σκαλωσιάς με σχήμα Υ το οποίο μπαίνει στις πάνω τρύπες του σωλήνα του πύργου της σκαλωσιάς και τοποθετείται πάνω σε αυτό σωλήνας ή καδρόνι έτσι ώστε να δημιουργείται ένα προστατευτικό κάγκελο για αυτούς που δουλεύουν πάνω στη σκαλωσιά

ψιλό (το)  ουσ. (χτ.) το δεύτερο υπόστρωμα του σοβά (περιέχει μαρμαρόσκονη που του δίνει χαρακτηριστικό λευκό χρώμα)

ψιλόκαρφο (το)  ουσ. (ξυλ.) πολύ ψιλό και μικρό καρφί με το οποίο καρφώνουν οι ξυλουργοί μικρά κομμάτια ξύλου πάνω σε μεγάλες ξύλινες επιφάνειες

ψιλοστοκάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το κλείσιμο με στόκο, γύψο και άλλα συναφή υλικά των πολύ μικρών οπών ή ατελειών μιας επιφάνειας

ψιλοστοκάρω  ρ. (ελ.) κλείνω με στόκο, γύψο ή άλλο συναφές υλικό τις πολύ μικρές τρύπες ή ατέλειες μιας επιφάνειας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


- Βλαστός Πέτρος : Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα,  
  ΑΘΗΝΑ, 1991, εκδ.: Επικαιρότητα Ο.Ε.

- Βοσταντζόγλου Θεολ. : Εικονόγραπτον ονομαστικόν της νεοελληνικής 
  γλώσσης, ΑΘΗΝΑ, 1975

- Κηρυκόπουλος Μιλτιάδης : Δάνειο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, χ.χ.

- Κριαράς Εμμανουήλ : Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής   
  γλώσσας, ΑΘΗΝΑ, 1995, εκδ.: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.

- Κωνσταντίνου Ηλίας : Λεξικό των ξένων λέξεων στην ελληνική
  γλώσσα, ΑΘΗΝΑ, 1992, εκδ.: Επικαιρότητα Ο.Ε.

- Μπαμπινιώτης Γεώργιος : Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, 
  ΑΘΗΝΑ, 1998, εκδ.: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε.























































     


























































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου