Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Το επαγγελματικό λεξικό των οικοδόμων, των ελαιοχρωματιστών και των ξυλουργών μέρος 1ο


ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

         Μάθημα : Νεοελληνική Γλώσσα ΙΙ

         Διδάσκουσα : Ιορδανίδου Άννα

         Παν. Έτος : 2001 – 2002

ΕΡΓΑΣΙΑ

      Θέμα : Το επαγγελματικό λεξικό των οικοδόμων, των ελαιοχρωματιστών και    
                 των ξυλουργών


Φοιτητής : Μπλέτσας Χρήστος   

Πάτρα Μάιος 2002





                            ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



Περιεχόμενα                                                σελ.: 1

Συντομογραφίες                                          σελ.: 2

Εισαγωγή                                                     σελ.: 3

Λεξικό                                                         σελ.: 5

Βιβλιογραφία                                              σελ.:  80


 


   ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ


                                       αγγλ.: αγγλικά
                                           αλβ. : αλβανικά
                                           βεν. :   βενετικά
                                           γαλλ. : γαλλικά
                                           εκφρ. : έκφραση
                                           ελ. : ελαιοχρωματιστές
                                           επιθ. : επίθετο
                                           επιρ. : επίρρημα
                                           ισπ. : ισπανικά
                                           ιταλ. : ιταλικά
                                           κ.τ.λ. : και τα λοιπά
                                           λατ. : λατινικά
                                           λ.χ. : λόγου χάρη
                                           ξυλ. : ξυλουργοί
                                           ον. : όνομα
                                           ουσ. : ουσιαστικό
                                           περσ. : περσικά
                                           π.χ. : παραδείγματος χάριν
                                           ρουμ. : ρουμάνικα
                                           σλαβ. : σλάβικα
                                           τουρκ. : τούρκικα
                                           χτ. : οικοδόμοι, χτίστες
                                           <  : προέρχεται από




ΕΙΣΑΓΩΓΗ


    Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από κάθε άποψη γιατί σε αυτήν είναι αποτυπωμένα, όχι μόνο ο τρόπος <<σκέπτεσθαι>> της ελληνικής κοινωνίας από του απώτερο παρελθόν μέχρι τις μέρες μας, αλλά και οι επιρροές που δέχτηκε στην πλούσια ιστορία της από τους διάφορους λαούς που, κατά το ήττον ή το μάλλον,
την επηρέασαν με τον πολιτισμό τους ή τον << πολιτισμό >> τους.
    Ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της είναι και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι Έλληνες στην επαγγελματική τους ζωή. Στην παρούσα εργασία, η οποία γίνεται στα πλαίσια του μαθήματος << Νεοελληνική Γλώσσα ΙΙ >>, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο επαγγελματικό λεξικό των οικοδόμων, των ελαιοχρωματιστών και των ξυλουργών.
    Στο σημείο αυτό θα πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε τις <<ειδικεύσεις>> των εν λόγω επαγγελμάτων που αποτελούν αντικείμενο έρευνας της εργασίας.
     Για τους ελαιοχρωματιστές δε γεννάται θέμα γιατί στο επάγγελμα αυτό δεν υπάρχουν ειδικεύσεις.
     Αντίθετα, με τον όρο << οικοδόμοι >> αναφερόμαστε σε όλους αυτούς που εργάζονται για το χτίσιμο και το σοβάτισμα ενός οικοδομήματος. Δυστυχώς υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη ότι στην κατηγορία αυτή ανήκουν και όσοι ασχολούνται με την επένδυση δαπέδων ή οροφών με πλάκες (μαρμαράδες, πλακάδες κ.τ.λ.) ή γύψινα (γυψινάδες). Ωστόσο αυτό δεν ισχύει, συνεπώς θα περιοριστούμε στις υπόλοιπες << ειδικότητες >> που άλλωστε είναι αρκούντως ενδιαφέρουσες και αξιόλογες.
     Με τον όρο << ξυλουργοί >> αναφερόμαστε στους τεχνίτες που κατασκευάζουν τις ξυλοκατασκευές της οικοδομής όπως σκάλες, κάσες, πόρτες, παράθυρα κ.τ.λ. Η ορολογία των << επιπλοποιών >> (αυτών που κατασκευάζουν τα έπιπλα ενός σπιτιού ή ενός γραφείου) μολονότι είναι συγγενής με αυτή των ξυλουργών, δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας της
παρούσας εργασίας.
    Η επιλογή των τριών αυτών επαγγελμάτων κάθε άλλο παρά τυχαία είναι : και τα τρία συνδέονται άμεσα μεταξύ τους (με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν) καθώς ουσιαστικά η εργασία του ενός αρχίζει εκεί που τελειώνει η εργασία του άλλου με την εξής σειρά :
οικοδόμος - ξυλουργός - ελαιοχρωματιστής.
    Η παρούσα εργασία δεν είναι πρωτότυπη αλλά σίγουρα το θέμα της είναι σπάνιο και προϋποθέτει  ερευνά στο χώρο εργασίας των προαναφερθέντων επαγγελμάτων, ενώ ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η προσωπική εμπειρία που αποκτά κανείς ασκώντας (έστω και περιστασιακά) κάποιο από τα παραπάνω επαγγέλματα. Συνεπώς το πρόβλημα της έλλειψης πλούσιας βιβλιογραφίας προσπαθήσαμε να το  αντισταθμίσουμε με την έρευνα και την κατάθεση της όποιας προσωπικής εμπειρίας.
     Πέρα όμως από την έλλειψη πλούσιας βιβλιογραφίας, σημαντικό πρόβλημα αποτέλεσαν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εργασία. Το << ταραγμένο >> εξάμηνο, ο περιορισμένος χρόνος και το απρόσμενα μεγάλο εύρος του λεξιλογίου των τριών επαγγελμάτων αποτέλεσαν μια πραγματική πρόκληση για την εμπειρία και τις δυνατότητες μας που σίγουρα δε θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη.
     Τέλος, πρέπει να ευχαριστήσουμε όλους όσοι αφιέρωσαν λίγο από τον πολύτιμο χρόνο τους για να μας εξηγήσουν υπομονετικά τί σημαίνει κάθε έκφραση ή λέξη που χρησιμοποιούν στην επαγγελματική τους ζωή, μια δουλεία, ομολογουμένως, καθόλου απλή και εύκολη. 





   
    












Α

άβαφος - η - ο επιθ. (ελ.) η επιφάνεια που δεν έχει περαστεί με μπογιά, που δεν έχει χρωματιστεί

αβερνίκωτος - η  - ο  επιθ. (ελ.) η ξύλινη ή η πέτρινη επιφάνεια που δεν έχει περαστεί με βερνίκι

αγκωνάρι (το) 1) (χτ.) μεγάλη πελεκητή πέτρα που τοποθετείται κατά το χτίσιμο μιας οικοδομής στις γωνίες (τοίχων ή παραστάδων), ο ακρογωνιαίος λίθος   2) (χτ.) οι γωνίες το οικοδομήματος γενικότερα

αγκωνιάζω ρ. (ξυλ., χτ.) δίνω σε κάτι το σχήμα ορθής γωνίας, γωνιάζω  π.χ. αγκώνιασε τον τοίχο 

άγριος - η - ο επιθ. 1) (χτ.) τοίχος που η επιφάνειά του δεν είναι λεία   2) (χτ.) τρόπος σοβατίσματος με τον οποίο επιτυγχάνεται εντέχνως μη λεία επιφάνεια του τοίχου

αδευτέρωτος - η - ο  επιθ. )ελ.) η επιφάνεια που  έχει περαστεί με ένα μόνο χέρι χρώματος ή άλλου οικοδομικού υλικού και ως εκ τούτου είναι ατελής

αδούλευτος - η - ο επιθ. 1) (ελ., χτ.) το χαρμάνι, το μείγμα, το υλικό που δεν έχει ανακατευτεί καλά και επομένως τα συστατικά του δεν έχουν ομογενοποιηθεί  π.χ. αδούλευτη λάσπη   2)  για μηχανήματα : αυτό που δεν έχει ακόμα χρησιμοποιηθεί, το καινούργιο, το αδοκίμαστο

αέρας (ο) ουσ. 1) ο ελεύθερος, άχτιστος χώρος πάνω από το σκελετό μιας οικοδομής    2) το ελεύθερο διάστημα, το κενό π.χ. άσε δυο πόντους αέρα για να μπει πιο εύκολα η κάσα

αερίζω ρ. (ελ.) ανοίγω πόρτες και παράθυρα για να μπει αέρας και φως και να στεγνώσει πιο γρήγορα το χρώμα  π.χ. άνοιξε κανένα παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο γιατί Δε βλέπω να στεγνώνει το χρώμα ούτε αύριο…

αέτωμα (το)  ουσ. το διακοσμητικό τριγωνικό επιστέγασμα στην οροφή του σπιτιού

αθέρας (ο) ουσ. το τμήμα του εργαλείου που κόβει αντικείμενο π.χ. ο αθέρας του σκαρπέλου

ακαλούπιαστος - η - ο επιθ. Αυτός που χτίστηκε χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί καλούπι, ο ακαλούπωτος  π.χ. ακαλούπιαστος τοίχος  

ακαλούπωτος - η - ο επιθ. (χτ.) ο ακαλούπιαστος , αυτός που χτίστηκε χωρίς να φτιαχτεί καλούπι

ακαπλάντιστος - η - ο επιθ. (ξυλ.) η επιφάνεια που δεν έχει ξύλινη εξωτερική επικάλυψη [< τουρκ.: kaplamak ]

ακαφάσωτος - η - ο επιθ. (ξυλ.) το παράθυρο που δεν έχει καφάσι

ακόνι (το) ουσ. 1) το εργαλείο που δεν έχει ξύλινη εξωτερική επικάλυψη, δεν έχει καπλαμά [< τουρκ.: kaplamak]

ακονίζω ρ. τροχίζω, κάνω κάτι πιο κοφτερό χρησιμοποιώντας ακόνι

ακόμα ένα τι εκφρ. (ξυλ.) σπρώξε λίγο ακόμα, σπρώξε κάτι πιο μέσα για μερικά χιλιοστά έτσι ώστε αυτό να εφαρμόσει απόλυτα πάνω σε μια επιφάνεια, γενικότερα να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα

άκοπος - η - ο  επιθ. 1) (ελ.) για τοίχο : ο τοίχος δεν έχει << κοπεί >> , δηλαδή, δεν έχει βαφεί προσεκτικά με πινέλο στα σημεία που η επιφάνειά του τέμνεται με το πάτωμα, το σοβατεπί, τις κάσες ή το ταβάνι    2) (ξυλ.) τα ξύλα τα οποία, ενώ έχουν σημαδευτεί και είναι έτοιμα να κοπούν , δεν έχουν κοπεί ακόμα

ακορνίζωτος - η - ο  επιθ. (ξυλ.) αυτό που δεν έχει μπει σε κορνίζα, σε πλαίσιο κ.τ.λ.

ακοσκίνιστος - η - ο επιθ. 1) (χτ.) [ για τη λάσπη ] η λάσπη για το σοβάτισμα που δεν έχει περαστεί από κόσκινο και έχει μέσα μεγάλα κομμάτια από ξεραμένο υλικό ή χαλίκια τα οποία εμποδίζουν το μάστορα να τη δουλέψει με άνεση   2) για κάθε οικοδομικό υλικό : το υλικό που δεν έχει περαστεί από κόσκινο και περιέχει κομμάτια μεγάλου μεγέθους που δεν είναι κατάλληλα για τη συγκεκριμένη εργασία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί

δεν ακούει το τρυπάνι εκφρ. το τρυπάνι δεν είναι αρκετά ισχυρό για να τρυπήσει μια επιφάνεια

ακροδεσιά (η) ουσ. (χτ.) η ενίσχυση μιας οικοδομής με μεγάλες πέτρες που τοποθετούνται στις γωνίες των θεμελίων

ακροκέραμο (το)  ουσ.  (χτ.) ειδικό διακοσμητικό κεραμίδι που τοποθετείται προαιρετικά στις άκρες της στέγης ή στις γωνίες των θεμελίων

ακρυλικό (το) ουσ. (ελ.) χρώμα ειδικό για τις εξωτερικές επιφάνειες των σπιτιών, το οποίο προέρχεται από το ακρυλικό οξύ ή έχει σχέση με αυτό

αλάδωτος - η - ο επιθ. 1) (ελ.) οι πόρτες και τα παράθυρα που δεν έχουν περαστεί με λάδι    2) (ξυλ.) οι πόρτες και τα παράθυρα στων οποίων τα μηχανικά μέρη (μεντεσέδες) δεν έχουμε βάλει λάδι

αλάξευτος - η - ο  επιθ. (χτ,) οι πέτρες που δεν είναι κατάλληλες για χτίσιμο γιατί δεν έχουν λαξευτεί, δεν έχουν πελεκηθεί 

έκανε τον τοίχο αλοιφή εκφρ. (ελ., χτ.) τον έκανε λείο, εκτέλεσε την εργασία του
( σοβάτισμα ή τρίψιμο ) με πάρα πολύ καλό τρόπο

αλουστράριστος - η - ο  επιθ. (ελ., ξυλ.) αυτός (συνήθως η ξύλινη επιφάνεια ) που δεν έχει λουστραριστεί, δεν έχει βαφεί με λούστρο, δεν έχει γυαλιστεί με ειδικό χρώμα

αλφάδι (το) ουσ. (ξυλ., χτ.) εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη οριζόντιας γραμμής ή για να επισημανθεί και να διαμορφωθεί κατακόρυφο ή οριζόντιο επίπεδο
σε μια επιφάνεια

είναι αλφάδι  εκφρ. (ξυλ., χτ.) είναι απόλυτα ίσο , ευθύ  π/χ/ ο τοίχος είναι αλφάδι

αλφαδιά (η) ουσ.1) (ξυλ., χτ.) το στάθμισμα μιας επιφάνειας με αλφάδι   2) (ξυλ., χτ.) το σημάδι που βάζουν οι τεχνίτες πάνω σε μια επιφάνεια για να γνωρίζουν το επιθυμητό επίπεδο    3) (ξυλ., χτ.) τα κομμάτια σπάγκου με τα οποία ορίζουμε το επίπεδο του οικοδομήματος

αλφαδιάζω ρ. (ξυλ., χτ.) χαράζω γραμμές ή βάζω σημάδια με τη χρήση αλφαδιού ή αλφαδολάστιχου

αλφάδιασμα (το) ουσ. (χτ.) διάφανο πλαστικό λάστιχο μεγάλου μήκους το οποίο περιέχει ποσότητα νερού και με τη βοήθεια του οποίου βρίσκουμε το οριζόντιο επίπεδο μιας επιφάνειας

αλφαμπλόκ (το) ουσ. (χτ.) δομικό υλικό σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, εξαιρετικά ελαφρύ, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τοίχων, ιδιαίτερα πρόσθετων κατασκευών, μικρού ύψους, που δεν ακουμπούν σε κολόνες

αμερεμέτιστος - η - ο  επιθ. αυτός που δεν έχει επιδιορθωθεί, δεν έχει επισκευαστεί, δεν έχει μερεμετιστεί

αμμοκονίαμα (το)  ουσ. (χτ.) ο σοβάς

άμμος (η) ουσ. (χτ.) οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιείται για το χτίσιμο, για το καλούπιασμα κ.τ.λ.

αμμοχάλικο (το) ουσ. (χτ.) μείγμα που περιέχει ψιλή άμμο και χαλίκι και χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες

αμμόχωμα (το)  ουσ. (χτ.) μείγμα χώματος και άμμου που χρησιμοποιείται στην οικοδομική

αμολάρω ρ. 1) παύω να κρατώ κάτι, ρίχνω κάτι κάτω, π.χ.  αμόλαρε τα σχοινιά να δέσω τις κάσες   2) πετάω κάτι στα άχρηστα   [<ιταλ.: (am) mollare ]

αμπογιάτιστος - η - ο επιθ. (ελ.) αυτός που δεν έχει χρωματιστεί, δεν έχει βαφεί με μπογιά

ανάδοχος (ο) ουσ. το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που αναλαμβάνει με τις προβλεπόμενες διαδικασίες την εκτέλεση δημοσίου έργου , ο εργολάβος, ο επιβλέπων κατασκευαστής

ανακαινίζω ρ. κάνω κάτι παλιό να γένει σαν καινούργιο, επαναφέρω κάτι χαλασμένο ή κατεστραμμένο στην προηγούμενή του κατάσταση

ανακαίνιση (η)  ουσ. η αποκατάσταση ενός κτίσματος, το να αποκτήσει κάτι παλιό και φθαρμένο τη μορφή που είχε όταν κατασκευάστηκε

ανάλημμα (το) ουσ. (χτ.) τοίχος που συγκρατεί χώματα και πέτρες για να μη κατολισθήσουν και προξενήσουν ζημιές στο κτίσμα

αναμονή (η)  ουσ. (χτ.) [συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό : αναμονές ] οι σιδερόβεργες που εξέχουν από την πλάκα της οικοδομής και μπορούν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή επιπλέον ορόφων

αναστηλώνω  ρ. ξαναχτίζω όπως ακριβώς ήταν ένα κτίσμα, επιδιορθώνω ένα κτίσμα που έχει καταρρεύσει ή καταστραφεί επαναφέροντας το στην πρώτη του μορφή

αναστήλωση (η)  ουσ. το να αναστηλώνει κανείς ένα κτίριο, το να αποκαθιστά ζημιές

ανεβατόρι (το) ουσ. το γερανάκι, το μηχάνημα με το οποίο ανεβάζουμε βαριά αντικείμενα ή υλικά στην οικοδομή

ανεμιστήρας (ο)  ουσ. (ελ.) ηλεκτρονικό μηχάνημα με το οποίο δημιουργείται ρεύμα αέρος και με το οποίο οι ελαιοχρωματιστές στεγνώνουν το χρώμα στους τοίχος γρηγορότερα

άνοιγμα (το)  ουσ. 1)( ελ., χτ.) σχισμή, χαραμάδα που δημιουργείται στην επιφάνεια του τοίχου για διάφορους λόγους (υγρασία κ.τ.λ.),2) (ελ.) το να κάνω ένα χρώμα πιο λευκό, πιο φωτεινό

ανοίγω το χρώμα  εκφρ. 1) (ελ.) ανοίγω τον κουβά με το χρώμα, 2) (ελ.) κάνω το χρώμα πιο λευκό, πιο φωτεινό

ανοικοδόμηση (η) ουσ. χτίσιμο από την αρχή, χωρίς να σκοπεύω να δώσω στο κτίσμα ακριβώς την προηγούμενη μορφή του, εκτεταμένη επισκευή του κτίσματος ή η εκ νέου οικοδόμησή του 

ανοικοδομώ ρ. ξαναχτίζω, κάνω ανοικοδόμηση

αντηρίδα (η)  ουσ. (ξυλ.) μεταλλικό ή ξύλινο στήριγμα που τοποθετείται κάθετα στις υποστυλώσεις και στα καλούπια για να το συγκρατεί, το υποστήριγμα, το αντιστήριγμα

αντιανέμιο (το)  ουσ. (χτ.) το ξύλο που συνδέει διαγώνια τα ψαλίδια της σκεπής

αντίβαρο (το)  ουσ. (χτ.) το βάρος που χρησιμοποιείται για τη στήριξη, την ενίσχυση και  τη σταθεροποίηση του γερανού

αντιζύγι (το) ουσ. (χτ.) το βαρίδι του νήματος της στάθμης

αντισκωριακό (το)  ουσ. (ελ.) χρώμα που χρησιμοποιείται για να καταπολεμηθεί η σκουριά

αντιστήριγμα (το)  ουσ. (χτ.) το στήριγμα από ξύλο ή μέταλλο που στηρίζει κάτι, συνήθως το καλούπι της οικοδομής, το αντιστύλι

αντιστήριξη (η) ουσ. (χτ.) προσωρινή στήριξη σε κτίρια ή σε εκσκαφές κατά τις επιδιορθώσεις ή κατά την ανέγερση νέων κατασκευών

αντιστύλι (το)  ους. (χτ.) το στήριγμα, το υποστήριγμα, το αντιστήριγμα

ανώφλι (το)  ουσ. (ξυλ.) το ξύλινο ή μαρμάρινο επιστέγασμα της πόρτας ή του παραθύρου, το υπέρθυρο

αξίνα (η) ους. εργαλείο από σίδερο ή ατσάλι με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται στο σκάψιμο, ο γκασμάς

αποκοπή (η)  ουσ. ο καθορισμός της αμοιβής για μια εργασία με βάση όχι κάποιο μέτρο σύγκρισης (κάποια μονάδα μήκους κ.τ.λ.) αλλά με βάση την κοινή εκτίμηση του εργολάβου και του ιδιοκτήτη για το κόστος της εργασίας και καταβάλλεται εφάπαξ

απόχαρτο (το) ουσ. (ελ.) το κομμάτια από γυαλόχαρτο, πατόχαρτο κ.τ.λ. μετά από τη χρήση τους

αποχαρτάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το τρίψιμο μιας επιφάνειας με απόχαρτο με προφανή σκοπό να την τρίψουμε ελάχιστα

αραιώνω το χρώμα  εκφρ. (ελ.) ρίχνω νερό ή κατάλληλο διαλύτη στο χρώμα για να μειώσω την πυκνότητά του, όταν κρίνω ότι η υψηλή πυκνότητά του χρώματος δεν είναι κατάλληλη για τη βέλτιστη επεξεργασία του

αρίδi (το)  ουσ.(ξυλ.) ξυλουργικό εργαλείο που ανοίγει τρύπες, το τρυπάνι

αρμός (ο)  ουσ. 1) (ξυλ.) η συνένωση, η συναρμογή, το σημείο της ένωσης δυο ξύλων ή άλλων δομικών υλικών του τοίχου   2) η χαραμάδα που υπάρχει στο σημείο της συναρμογής το οποίο συνήθως γεμίζεται με κατάλληλο συνδετικό υλικό (αρμόστοκος)

αρμόστοκος (ο) ουσ. το συνδετικό υλικό με το οποίο γεμίζουμε τους αρμούς

ασβεστάς (ο)  ουσ. 1) (χτ.) αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει ασβέστη   2) (ελ.) αυτός που βάφει με ασβέστη, ο μπογιατζής, ο ασπριτζής

ασβέστης (ο)  ουσ. 1) (χτ.) το οικοδομικό υλικό που προέρχεται από την πυράκτωση ασβεστόλιθων και χρησιμοποιείται στο χτίσιμο και στο άσπρισμα   2) (χτ.) το βαρέλι ή το μέρος της οικοδομής στο οποίο είναι αποθηκευμένος ο ασβέστης   3) (ελ.) ο αποξηραμένος ασβέστης που καλύπτει ως επίχρισμα την επιφάνεια του τοίχου

ασβέστης σβησμένος (ο)   λιωμένος (ενυδατωμένος) ασβέστης που χρησιμοποιείται στην οικοδομική

ασβεστόβουρτσα (η) ουσ. (ελ.) η βούρτσα με την οποία βάφουν τους τοίχους με ασβέστη

ασβεστοκονίαμα (το) ουσ. (χτ.) μίγμα από ασβέστη, νερό και άμμο που χρησιμοποιείται ως συνδετική ύλη σε οικοδομικές εργασίες, ο σοβάς

ασβεστόλακκος (ο)  ουσ. (χτ.) ο λάκκος στον οποίο σβήνεται και/ή φυλάσσεται ο ασβέστης

ασβεστοτενεκές (ο)  ουσ. (ελ.) ο τενεκές. το δοχείο στο οποίο τοποθετούμε το σβησμένο ασβέστη που προορίζεται για το βάψιμο των τοίχων

ασβεστότοιχος (ο)  ουσ. (χτ.) ο τοίχος που κατασκευάστηκε με ασβεστοκονίαμα

ασβέστωμα (το)  ουσ. (ελ., χτ.) η επίχριση μιας επιφάνειας με ασβέστη

ασβεστώνω ρ. 1) (ελ.) βάφω μια επιφάνεια με ασβέστη, ασπρίζω    2) (χτ.) σοβατίζω

ασοβάτιστος - η - ο  επιθ. (χτ.) κυρίως για τοίχους : ο τοίχος που δε σοβατίστηκε, που δεν καλύφθηκε με σοβά

ασπατουλάριστος - η - ο επιθ. (ελ.) για τοίχους : ο τοίχος που δεν έχει σπατουλαριστεί, π[ου δεν έχει επιχριστεί με γύψο ή άλλο συναφές υλικό ( π.χ. PARETINA)

ασπρίζω ρ. (ελ.) μπογιατίζω, βάφω, ασβεστώνω, χρωματίζω

άσπρισμα (το) ουσ. (ελ.) το μπογιάτισμα, το άσπρισμα, το ασβέστωμα, το βάψιμο

ασπριτζής (ο)  ουσ. (ελ.) αυτός που βάφει, ο ελαιοχρωματιστής, ο μπογιατζής, ο ασβεστάς

αστάρι (το) ουσ. (ελ.) η πρώτη ύλη της μπογιάς, το υλικό με το οποίο γίνεται το αστάρωμα

αστάρωμα (το) ουσ. (ελ.) η επίχριση μιας (αχρωμάτιστης) επιφάνειας με αστάρι, η οποία πρόκειται να βαφεί με πλαστικό, ακρυλικό ή λαδομπογιά

ασταρώνω ρ. (ελ.) βάφω μια επιφάνεια με αστάρι

αστοκάριστος - η - ο επιθ. (ελ.) ο τοίχος που δεν έχει στοκαριστεί, που δεν έχουν κλειστεί όλες οι οπές και τα ανοίγματα της επιφάνειάς του με στόκο, γύψο κ.τ.λ.

αστράχα (η)  ουσ. (χτ.) το κενό διάστημα μεταξύ της στέγης και της κορυφής του τοίχου, το γείσο

αστρέχα (η)  ουσ. η υδρορροή της στέγης που είναι φτιαγμένη από τσιμέντο ή πλαστικό  [< σλαβ.: streha ;;; ]

άτριφτος - η - ο επιθ. (ελ.) η επιφάνεια που δεν έχει τριφτεί με γυαλόχαρτο ή πατόχαρτο κ.τ.λ.

ατσαλίνα (η)  ουσ. (ελ.) ειδική ορθογώνια σπάτουλα από ατσάλι, κατάλληλη για στοκάρισμα μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών

ατσαλόπροκα (η)  ουσ. (χτ.) πρόκα από ατσάλι, η οποία μπορεί να καρφώσει ξύλα πάνω σε μπετόν

ατσαλόσυρμα (το)  ουσ. (χτ.) σύρμα που χρησιμοποιούν οι οικοδόμοι σε διάφορες εργασίες όπως το δέσιμο του καλουπιού, το σιδέρωμα της πλάκας κ.α.

αφαλός (ο)  ουσ. 1) (ξυλ.) το δράχτι, το μηχανικό σύστημα της κλειδωνιάς   2) (ξυλ.) η διαμπερής οπή που δημιουργείται στην πόρτα για την τοποθέτηση του μηχανισμού της κλειδωνιάς

αφεντικό (το)  ουσ. 1) ο ιδιοκτήτης του οικοδομήματος ή της ανεγειρόμενης οικοδομής   2) για τους εργάτες : ο εργοδότης, ο επικεφαλής του συνεργείου

αφρολέξ (το)  ουσ. (χτ.) αφρώδες, πορώδες υλικό που παρασκευάζεται από φυσικό ή συνθετικό ελαστικό και χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως μονωτικό υλικό το οποίο βάζουν στις στέγες των σπιτιών ή ( συνηθέστερα) μεταξύ των τοιχωμάτων

αφρός (ο)  ουσ. (ξυλ.) ειδικό αφρώδες υλικό που μπαίνει μεταξύ του τοίχου και της κάσας της πόρτας και τα σφίγγει

αψίδα (η)  ουσ. (χτ.) κάθε τοξοειδής κατασκευή από πέτρες ή τούβλα, το αψίδωμα

αψίδωμα (το)  ουσ. 1) (χτ.)  η αψίδα,   2) (χτ.) η κλίση που παίρνει το κτίσμα για να αποκτήσει το σχήμα καμπύλης


Β

βαρέλι (το) ουσ.1) (χτ.) το μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο όπου φυλάσσεται ο ασβέστης στην οικοδομή   2)συνεκδοχικά : η ποσότητα του ασβέστη  που χωρά ένα βαρέλι, χρησιμοποιείται και ως μονάδα υπολογισμού των αναγκών για υλικά π.χ. πόσα βαρέλια ασβέστη έφαγε η οικοδομή;

 βαριά (η) ουσ. (χτ.) μεγάλο και ιδιαίτερα βαρύ σφυρί, κατάλληλο για κατεδαφίσεις και γκρεμίσματα τοίχων.

βαρίδι (το) ουσ. 1) (χτ.) μικρό βάρος που κρέμεται από το νήμα της στάθμης των οικοδομών  2) συνεκδοχικά : η ίδια η στάθμη.

βαριοπούλα (η) ουσ. (χτ.) η μικρή βαριά (βάρους περίπου 1500 gr)

βαρούλκο (το) ουσ. (χτ.) το βίντσι, το μηχάνημα με το οποίο ανυψώνουμε βάρη στην οικοδομή.

βάση (η)  ουσ. (χτ.) το κατώτατο τμήμα του σκελετού της οικοδομής πάνω στο οποίο στηρίζεται, ακουμπά στο έδαφος π.χ. η βάση της οικοδομής η βάση της κολόνας .

βασικά (τα) ουσ. (ελ.) τα χρώματα  με τα οποία μπορούμε να δημιουργήσουμε οποιοδήποτε άλλο, ανεξάρτητα  από το είδος της μπογιάς .Τα  βασικά χρώματα στην οικοδομή είναι το άσπρο, το μαύρο, το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε και η ώχρα

βασοκολόνα (η) ουσ. (χτ.)  η κολόνα που εκτείνεται από το πέδιλο της οικοδομής μέχρι την επιφάνεια της Γης.

βαστάγι (το)  ουσ. (χτ.) το σχοινί με το οποίο κρεμάμε αντικείμενα ή δένουμε αντικείμενα

βαφή (η) ουσ. (ελ.) ο χρωματισμός ενός αντικειμένου ή μιας επιφάνειας

βάφω ρ.(ελ.) χρωματίζω, μπογιατίζω με χρωστική ύλη (πλαστικό, ακρυλικό, βερνίκι κ.τ.λ.)

βάψιμο (το) ουσ. (ελ.) το μπογιάτισμα, ο ελαιοχρωματισμός, η εργασία του μπογιατζή

βδομαδιάτικο (το) ουσ. η χρηματική αμοιβή για την εργασία μιας εβδομάδας , χρησιμοποιείται και ως μέτρο υπολογισμού του κόστους κατασκευής ενός έργου π.χ. αυτό το σπίτι μου έφαγε δυο βδομαδιάτικα.

βελατούρα (η) ουσ. (ελ.) είδος μπογιάς, συνθετικό υπόστρωμα για βερνικοχρώματα και ριπολίνες, το οποίο προετοιμάζει την επιφάνεια για να περαστεί με το τελικό χρώμα.

βελόνι (το)  ουσ. (χτ.) εργαλείο μεταλλικό που η μια του άκρη είναι μυτερή και χτυπώντας με σφυρί την άλλη σπάμε  σκληρές επιφάνειες, πέτρες, τούβλα κ.τ.λ.

βελονόκαρφο (το) ουσ. (ξυλ.) μικρό και λεπτό καρφί με το οποίο καρφώνουμε μικρά κομμάτια ξύλου πάνω σε ξύλινες επιφάνειες

βενζίνη (η) ουσ. (ελ.) πτητικό και εύφλεκτο υγρό ,προϊόν  της επεξεργασίας του αργού πετρελαίου. Στην οικοδομική χρησιμοποιείται για να καθαριστούν τα εργαλεία από τη μη υδατοδυάλυτα χρώματα (π.χ. ριπολίνες κ.τ.λ.)

βερνίκι (το) ουσ. (ελ., ξυλ.) προστατευτικό ή στιλβωτικό επίχρισμα, λούστρο, χρώμα με το οποίο γυαλίζουμε πέτρινες 'η ξύλινες επιφάνειες [<λατίν : vernicium ]

βερνικόχρωμα (το) ουσ. (ελ.) είδις μπογιάς, χρώμα ειδικό για ξύλινες και μεταλλικές επιφάνειες.

βερνίκωμα (το) ουσ. (ελ.) η επίχρηση μιας επιφάνειας με βερνίκι, το βάψιμο με βερνίκη

βερνικώνω ρ. (ελ.) στιλβώνω, λουστράρω , βάφω με βερνίκι

βίδα (η)  ουσ. 1) επίμηκες μεταλλικό καρφί του οποίου το στέλεχος έχουν χαραχτεί βόλτες (σπειρώματα) ώστε να έχει ελικοειδές αυλακώσεις στην επιφάνειά του και να μπορεί να εισέρχεται με περιστροφική κίνηση σε οπές [< βενέτ : vida ]
2) της σκαλωσιάς : το ειδικό εξάρτημα που μπαίνει στα πόδια της σκαλωσιάς και τη σηκώνει τόσο, όσο να είναι οι πύργοι της σκαλωσιάς στο ίδιο επίπεδο

βιδολόγος (ο)  ουσ. 1) (ξυλ.) ειδικό εργαλείο με πολλές κόψεις με το οποίο δημιουργούμε εξωτερικά σπειρώματα σε επιφάνειες    2) γενικά κάθε εργαλείο με το οποίο βιδώνουμε ή ξεβιδώνουμε βίδες

βιδόπροκα (η)  ουσ. (ξυλ.,χτ.) πρόκα που κατά το ήμισυ του μήκους  της έχει ελικοειδές εγκοπές και μπορεί και να καρφωθεί μέχρι ενός σημείου, αλλά και να βιδωθεί

βίδωμα (το) ουσ. η στερέωση μιας βίδας με περιστροφή

βιδώνω ρ. η διαδικασία του βιδώματος , στερεώνω μια βίδα περιστρέφοντάς την

βιδωτήρι (το) ουσ. το κατσαβίδι

βίντσι (το)  ουσ. το γερανάκι , το βαρούλκο , το ανυψωτικό μηχάνημα [< αγγλικά : winch ]

βιράρω ρ. χρησιμοποιώ βαρούλκο για να ανεβάσω κάποιο βάρος σε ένεν όροφο. [<ιταλικά : virare]  π.χ. βιράρισε τις κάσες στον τρίτο

βοηθός (ο)  ουσ. ο ανειδίκευτος εργάτης που εκτελεί εργασίες οι οποίες δεν απαιτούν ιδιαίτερες δεξιότητες, μολαταύτα συνήθως επιδιώκει να διδαχθεί την τέχνη από το μάστορα έτσι ώστε να αποκτήσει και αυτός τις δεξιότητές του 

βόλτα (η) ουσ. 1)κάθε μια από τις σπείρες μιας βίδας , 2) η πλήρης περιστροφή μιας βίδας γύρω από τον άξονά της  [< ιταλ. : volta ]

βούρτσα (η)  ουσ. (ελ.) 1) το πινέλο   2) εργαλείο με μακριές, μαλακές  τρίχες, στερεωμένες σε κατάλληλη βάση και με χειρολαβή που χρησιμοποιείται για το βάψιμο των τοίχων (συνηθέστερα με ασβέστη )

βουρτσιά (η)  ουσ. 1) (ελ.) κάθε κίνηση που γίνεται με τη χρήση βούρτσας  π.χ. με δυο βουρτσιές τελείωσα ,  2) (ελ.) το ίχνος που αφήνει στον τοίχο η βούρτσα μετά το βάψιμο, ιδιαίτερα όταν ξεχωρίζει από την υπόλοιπη επιφάνεια

βουρτσίζω ρ. (ελ.) βάφω μια επιφάνεια με βούρτσα, (συνήθως χρησιμοποιώντας ασβέστη ), ασβεστώνω.

           Γ

γάντζος (ο)  ουσ. σιδερένιο άγκιστρο στο οποίο δένουμε αντικείμενα που σηκώνουμε με το γερανάκι

γάντια (τα) (συνηθέστερα στον πληθυντικό) το κάλυμμα του κάτω μέρους του χεριού (καρπός, παλάμη, δάχτυλα) συνήθως από ελαστικά υλικά το οποία προστατεύουν τους οικοδόμους από την επαφή με βλαβερές ύλες όπως ο ασβέστης

γαρμπίλι (το) ουσ. (χτ.) χαλίκι κατάλληλο για χτίσιμο

γδέρνω τον τοίχο (ή το ξύλο)  έκφρ. 1) (ελ.) τρίβω υπερβολικά μια επιφάνεια 2) (ελ.) προσπαθώντας να τρίψω μια επιφάνεια, επειδή χρησιμοποιώ χοντρό γυαλόχαρτο, της δημιουργώ βαθιές χαρακιές και επομένως την καταστρέφω
             
γείσο (το)  ουσ. (χτ.) το γείσωμα, το μέρος της στέγης το οποίο προεξέχει από τους τοίχους

γείσωμα (το)  ουσ.(χτ.) το γείσο, το μέρος της στέγης το οποίο  προεξέχει από τους τοίχους

γεμάτα επιρ. (ελ.) οδηγία που σημαίνει ότι πρέπει να βάλεις πολύ χρώμα ή υλικό πάνω στον τοίχο για να καλύψεις την κοιλότητα της επιφάνειας για να μπορείς τρίβοντας το υλικό να το κάνεις λείο

γεμίζω τον τοίχο εκφρ. (ελ.) βάζω περισσότερο υλικό πάνω στον τοίχο για να το απλώσω έτσι ώστε να κλείσουν οι οπές και να αποκατασταθούν οι ανωμαλίες της επιφάνειας του

γεννήτρια (η) ουσ. μηχανή η οποία μετατρέπει τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική και χρησιμοποιείται για τη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε περίπτωση που δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρόσβασης σε αυτό όπως λ.χ όταν το γιαπί είναι αυθαίρετο ή δεν έχει λάβει άδεια ηλεκτροδότησης

γερανάκι (το) ουσ. το ανεβατόρι, το βαρούλκο, το βίντσι, το μηχάνημα που χρησιμοποιείται στην οικοδομή για να ανυψώνουμε βάρη και υλικά σε μεγάλα ύψη

γερανός (ο)  ουσ. (χτ.) μεγάλο τριαξονικό όχημα το οποίο έχει εγκατεστημένο στο πίσω μέρος του ανυψωτικό μηχανισμό που μπορεί να ανεβάσει σε πολύ μεγάλα ύψη πολύ βαριά αντικείμενα καθώς και παλεταρισμένα οικοδομικά υλικά

γιαγλί (το) ουσ. ο σοβάς, το κουρασάνι

γιαπί (το) ουσ. 1) η οικοδομή που δεν έχει τελειώσει ακόμα,2) ο σκελετός της οικοδομής που είναι υπό κατασκευή [<τουρκ.: yapi]

γιαπιτζής (ο) ουσ. ο οικοδόμος, ο χτίστης, ο μπετατζής [<τουρκ.: yapici]

γιρλάντα (η) ουσ.(ξυλ., χτ.) ξύλο ή γύψινο σκαλισμένο με σχέδια το οποίο τοποθετείται γύρω από κίονες, αψίδες, πόρτες, παράθυρα κ.λ.π. ως διακοσμητικό [<ιταλ.: ghirlanda]

γκασμάς (ή κασμάς) (ο) ουσ.(χτ.) στενή δίκοπη σκαπάνη, αξίνα [<τουρκ.:kazma]

γκιοστέκι (το)  ουσ. (χτ.) το λοξό ξύλινο υποστήριγμα του καλουπιού της οικοδομής  

γκρεμίζω ρ. προκαλώ την τεχνητή καταστροφή τοίχου ή γενικότερα κάποιας κατασκευής, ρίχνω στο έδαφος ένα κτίριο, ισοπεδώνω

γκρέμισμα (το)  ουσ. 1) το να γκρεμίζει κανείς κάτι 2) τα υπολείμματα της κατεδάφισης ενός κτηρίου, τα συντρίμμια, τα χαλάσματα

γκρο (ή γρο) μπετόν (το) ουσ. (χτ.) το σκυρόδεμα που ρίχνεται ακαλούπωτο πάνω στο έδαφος [< γαλλ.: gros-beton]

γλουτολίνη (η)  ουσ. 1) (ελ.) το υλικό από το οποίο φτιάχνεται η κόλλα με την οποία κολλιούνται οι ταπετσαρίες στους τοίχους 2) (ελ.) το υλικό στο οποίο προστίθεται γύψος, νερό και πλαστικό χρώμα και παρασκευάζεται το χαμηλής ποιότητας χρώμα τύπου <<κόλλα>>

γλυκαίνω τη λάσπη εκφρ. (χτ.) μαλακώνω τη λάσπη, είτε ανακατεύοντας τη πολύ καλά, είτε προσθέτοντας νερό

γλυκαίνω το χρώμα  εκφρ. 1) (ελ.) ανοίγω το χρώμα προσθέτοντας λευκό, κάνω το χρώμα πιο φωτεινό 2) (ελ.) αραιώνω το χρώμα προσθέτοντας διαλύτη για να μειωθεί η πυκνότητα του και να δουλεύεται ευκολότερα

γλύφανο (το) ουσ. (ξυλ., χτ) το σκαρπέλο, η σμίλη, το σφηνοειδές εργαλείο με κοφτερή λεπίδα στην κόψη του που κατασκευάζεται από ατσάλι και χρησιμοποιείται για κόψιμο ή σμίλευση ξύλου ή πέτρας, η γλυφίδα

γλυφή (η) ουσ. (ξυλ., χτ.) το σκαλιστό σχέδιο, η γλυπτή αναπαράσταση πάνω σε ξύλινη ή λίθινη επιφάνεια

γλιφίδα (η) ουσ. (ξυλ., χτ.) το σκαρπέλο, η σμίλη, το γλύφανο

γλώσσα (η) ουσ. 1) (ξυλ) το μεταλλικό εξάρτημα της κλειδωνιάς το οποίο με το γύρισμά του κλειδιού εισέρχεται σε κατάλληλη οπή της κάσας και κλειδώνει η πόρτα ή το παράθυρο, το γλωσσίδι 2) (ξυλ.) η οπή πάνω στην κάσα στην οποία εισέρχεται η γλώσσα της κλειδωνιάς

γλωσσίδι (το)  ουσ. (ξυλ.) η γλώσσα της κλειδωνιάς

γονάτι (το) ουσ. (ξυλ.) εργαλείο για τη σχεδίαση γωνιών κάθε είδους, η στέλα

το έκανε γουλί  εκφρ. (ελ.) εκτέλεσε την εργασία του πάρα πολύ καλά, συνήθως σημαίνει ότι έτριψε κάτι πάρα πολύ καλά :π.χ. Μπράβο Γιάννη! Έκανες τον τοίχο γουλί!

γρίλια (η) ουσ. (ξυλ.) κάθε μια από τις μικρές οριζόντιες σανίδες πάνω στα μπατζούρια, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες με κάποια κλίση ώστε να περνά ανάμεσά τους φως και αέρας [<γαλλ.: grille]

γρύλος (ο)  ουσ. (ξυλ.) το πόμολο του τζαμιλικιού, ο σύρτης για το σφράγισμα των παραθύρων

γρυλόχερο (ο)  ουσ. (ξυλ.) η κλειδωνιά του τζαμιλικιού

γυαλότουβλο (το)  ουσ. (χτ.) διακοσμητικό τούβλο από γυαλί που εκτός από καλλωπιστικό ρόλο έχει και χρηστικό καθώς επιτρέπει να περάσει το φως του ήλιου στο δωμάτιο και έτσι το κάνει πιο φωτεινό

γυαλοχαρτάρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το τρίψιμο μιας επιφάνειας με γυαλόχαρτο

γυαλόχαρτο (το) ουσ. (ελ.) το χαρτί που έχει στη μια του επιφάνεια θρύμματα γυαλιού και χρησιμοποιείται για τη λείανση τραχιών επιφανειών, τοίχων, ξύλων κ.τ.λ.

γυριστός - η - ο  επιθ.1) (ξυλ.) το ξύλο που έχει καμπυλωτό σχήμα   2) (ξυλ.) κάθε τι που έχει ελικοειδές σχήμα π.χ. γυριστή εσωτερική σκάλα

γυψάρω ρ. (ελ.) κλείνω τα βαθουλώματα και τις οπές του τοίχου με γύψο

γύψινα (τα) ουσ. (ελ., χτ.) το σύνολο των γύψινων κατασκευών σε μια οικοδομή

γυψοκονίαμα (το)  ουσ. (χτ.) ο γύψος σε μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται στην οικοδομή αναμεμειγμένος μαζί με άλλα δομικά υλικά

γύψος (ο)  ουσ. (ελ., χτ.) ορυκτό, ένυδρο θειικό ασβέστιο σε στέρεη μορφή ή σκόνη που χρησιμοποιείται για να στην οικοδομική αναμεμειγμένο με νερό και ενίοτε διάφορα άλλα υλικά για την περάτωση διαφόρων εργασιών

γυψοσανίδα (η)  ουσ. (χτ.) βιομηχανικό προϊόν, επίπεδο ορθογώνιο δομικό στοιχείο που έχει ως βάση του το γύψο και επένδυση από ειδικό χαρτί για μεγαλύτερη αντοχή και καλύτερη επιφάνεια, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψευδοροφών, διαχωριστικών τοίχων, για την κάλυψη σημαντικών κατασκευαστικών ατελειών και για την επένδυση τοίχων

γωνιά (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το τεχνικό εργαλείο που έχει σχήμα ορθής γωνίας και βοηθά να κατασκευάζουμε πιο εύκολα ορθές γωνίες στις κατασκευές μας (ξύλινες ή μη ) καθώς και να χαράσσουμε ευκολότερα κάθετες προς το επίπεδο γραμμές

γωνιάζω ρ. (ξυλ., χτ.) δίνω το σχήμα ορθής γωνίας σε κάτι, δημιουργώ ορθή γωνία σε κάτι, συνδέω δύο υλικά έτσι ώστε να σχηματίζουν ορθή γωνία

γώνιασμα (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το να δίνεις σχήμα ορθής γωνίας σε κάτι ή να κατασκευάζεις ορθή γωνία σε κάτι, το να γωνιάζεις κάτι
     





Δ

δάπεδο (το) ουσ. (χτ.) η επίπεδη, εξομαλυσμένη επιφάνεια του χώρου, το πάτωμα

δαχτυλιά (η)  ουσ. (ελ., χτ.) το ίχνος που αφήνει το δάχτυλο όταν ακουμπήσει το υλικό με το οποίο έχει περαστεί μια επιφάνεια ενώ αυτό δεν έχει στεγνώσει ακόμα π.χ. Πρόσεχε, βρε άχρηστε.... Γέμισες την κάσα με δαχτυλιές!

δείγμα (το)  ουσ. (ελ.) η μικρή ποσότητα χρώματος που χρησιμοποιήθηκε για να βαφεί κάποια επιφάνεια και αποθηκεύτηκε σε κάποιο δοχείο για να χρησιμοποιηθεί αν και όταν χρειαστεί

δειγματολόγιο (το) ουσ. 1) (ελ.) ειδικό έντυπο στο οποίο υπάρχουν όλες οι δυνατές αποχρώσεις των χρωμάτων και από το οποίο ο πελάτης επιλέγει το χρώμα με το οποίο θέλει να βάψει αυτό που επιθυμεί       2) (ξυλ.) ειδικό έντυπο απ' όπου μπορεί ο πελάτης να επιλέξει το σχέδιο που θέλει να έχουν οι πόρτες, τα παράθυρα ή η σκάλα που επιθυμεί να κατασκευάσει ο μαραγκός

δεκαπεντόκιλο (το)  ουσ. 1) (ελ.) το μεγαλύτερο σε καθαρό βάρος δοχείο με το οποίο πουλιέται το πλαστικό χρώμα, χρησιμοποιείται και ως μονάδα μέτρησης π.χ. Πόσα δεκαπεντόκιλα έφαγε η φάτσα της πολυκατοικίας;   2) (ελ.) το δοχείο που περιέχει πλαστικό χρώμα βάρους 15 κιλών που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και  τη φύλαξη του χρώματος

δεμάτι (το) ουσ. (ξυλ., χτ.) δέσμη από διάφορα ομοειδή αντικείμενα π.χ. δεμάτι από ξύλα, σανίδες κ.τ.λ.

δένει το χρώμα εκφρ. (ελ.) το χρώμα στεγνώνει καλά, ομοιόμορφα, χωρίς ατέλειες

δένω τη σκαλωσιά εκφρ. (ελ., χτ.) στερεώνω τη σκαλωσιά με σχοινιά και σύρματα έτσι ώστε να είμαι σίγουρος ότι δε θα πέσει

δευτέρωμα (το)  ουσ. το πέρασμα μιας επιφάνειας με το ίδιο χρώμα για δεύτερη φορά, το βάψιμο του << δεύτερου χεριού >>

δευτερώνω ρ. (ελ.) περνάω μια επιφάνεια με το ίδιο χρώμα για δεύτερη φορά, περνάω το << δεύτερο χέρι >> του χρώματος

διαβρωτικό (το)  ουσ. (ελ.) υγρό που προκαλεί διάβρωση των υλικών και βοηθά να καθαριστούν πιο εύκολα τα εργαλεία και τα πινέλα από ξεραμένες μπογιές, σκουριές κ.τ.λ.

διαλύτης (ο) ουσ. (ελ.) υγρό που έχει την ιδιότητα να διαλύει τα χρώματα, να μειώνει την πυκνότητά τους

διαλυτικό (το) ουσ. (ελ.) υγρό που έχει την ιδιότητα να διαλύει τα βερνικοχρώματα (γενικότερα τα μη υδατοδιάλυτα υλικά), να μειώνει την πυκνότητά τους

διαστολή (η) ουσ. (ελ., χτ.) η ρωγμή που σχηματίζεται στον τοίχο ή το ταβάνι από την εμφάνιση του φυσικού φαινομένου της διαστολής των σωμάτων

διαφορά (η)  ουσ. (ξυλ.) το υπόλοιπο διάστημα μιας επιφάνειας όταν το κενό είναι μεγαλύτερο από το αντικείμενο το οποίο προορίζεται για να την καλύψει  π.χ. μοίρασε τη διαφορά για να κλείνει το ντουλάπι

δίπλα (η)  ουσ. (χτ.) το δοκάρι που συνδέει εγκάρσια τα ψαλίδια της στέγης, το κουσάκι, η τραβέρσα

δισκάκι (το)  ουσ. μικρός δίσκος από υλικό κατάλληλο για την κοπή ή τη λείανση μετάλλων, πετρών, ξύλων κ.τ.λ.

δισκοπρίονο (το)  ουσ. (ξυλ.) ηλεκτροκίνητο πριόνι που χρησιμοποιείται για την κοπή ξύλινων επιφανειών και αποτελείται από περιστρεφόμενη λεπίδα με <<δόντια>> στην περιφέρειά της

δίσκος (ο)  ουσ. 1) ηλεκτροκίνητο εργαλείο κατάλληλο για την κοπή ή τη λείανση μετάλλων, ξύλων, λίθων, μαρμάρων κ.τ.λ.     2) ο μεγάλος δίσκος που προσαρμόζεται στο εν λόγω μηχάνημα και μπορεί να κόψει ή να λειάνει διάφορα υλικά και αντικείμενα

διχρωμία (η)  ουσ. (ελ.) το βάψιμο ενός δωματίου ή μιας επιφάνειας με δυο διαφορετικά χρώματα π.χ. η διχρωμία του μπεζ με το έντονο πράσινο έκανε το σπίτι μια αηδία και μισή!

δοκάρι (το)  ουσ. (χτ.) μεγάλη τσιμεντένια ή ξύλινη δοκός που στηρίζει την οροφή ή το πάτωμα του κτηρίου, η δοκός

δονητής (ο)  ουσ. (χτ.) ειδική ηλεκτρομαγνητική συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε παλμικό προκαλώντας δονήσεις και καθώς βυθίζεται στο υγρό μπετόν αυξάνει την πυκνότητα και τη μηχανική αντοχή του σκυροδέματος

δόντι (το)  ουσ. 1) κάθε είδους προεξοχή κάποιου εργαλείου  π.χ. τα δόντια του πριονιού   2) (ξυλ.) είδος εγκοπών ή εντομών σε ξύλα τα οποία πρόκειται να συνδεθούν μεταξύ τους

δοντιάζω ρ. 1) (ξυλ.) συνδέω, συναρμολογώ δυο ξύλα λε τα  <<δόντια>> τους   2) (ξυλ.) για εργαλεία : επιδιορθώνω, αποκαθιστώ τις οδοντωτές εσοχές τους

δούλεμα (το)  ουσ. η επεξεργασία ή η χρήση ενός υλικού ή εργαλείου π.χ. το δούλεμα αυτού του πλαστικού είναι σκέτο μαρτύριο

δουλεύω ρ. 1) εργάζομαι   2) για εργαλεία : χρησιμοποιώ ένα εργαλείο προσπαθώντας με τη χρήση να το φέρω ή να το επαναφέρω σε ικανοποιητικό επίπεδο  3) για υλικά : χρησιμοποιώ, επεξεργάζομαι    4) (χτ.) για τη λάσπη : μαλακώνω το υλικό ανακατεύοντάς το

δοχείο (το)  ουσ. (ελ.) το σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετούμε το χρώμα, το μπουγέλο, ο κουβάς, το δεκαπεντόκιλο

δράπανο (το)  ουσ. ηλεκτροκίνητο εργαλείο στο οποίο προσαρμόζεται τρυπάνι και είναι κατάλληλο για να ανοίγει τρύπες, το τρυπάνι

δρόμος (ο)  ουσ. μεταλλικό ή ξύλινο επίμηκες τμήμα με αυλάκι από το οποίο κρέμεται ο μηχανισμός της συρόμενης πόρτας και έτσι αυτή μπορεί να κινείται δεξιά και αριστερά

δράχτι (το)  ουσ. (ξυλ.) ο αφαλός της πόρτας

δυναμίτης (ο)  ουσ. (χτ.) ισχυρή εκρηκτική ύλη ( συνήθως από νιτρογλυκερίνη) που χρησιμοποιείται από ειδικευμένους  οικοδόμους για τον εκβραχισμό μιας επιφάνειας

δώμα (το)  ουσ. 1) (χτ.) η επίπεδη ελεύθερη επιφάνεια της οροφής ενός κτηρίου που χρησιμοποιείται ως ταράτσα      2) (χτ.) μικρή κατασκευή που κτίζεται πάνω από τον τελευταίο όροφο, στην ταράτσα ενός οικοδομήματος (συνήθως πολυκατοικίας)        






                                                       Ε

εγκοπή (η) ουσ. (ελ., χτ.) βαθύ, επίμηκες χάραγμα που σχηματίζεται στους τοίχους από κακό χειρισμό των εργαλείων, η χαρακιά

εκβραχισμός (ο) ουσ. (χτ.) απόσπαση και απομάκρυνση βράχων (με κάθε δυνατό τρόπο) για την εκτέλεση τεχνικών έργων

εκχωματώνω ρ. (χτ.) αφαιρώ χώμα από το έδαφος με σκοπό την ισοπέδωση, την ανόρυξη τάφρου κ.τ.λ.

εκχωμάτωση (η) ουσ. (χτ.) η διαδικασία κατά την οποία εκχωματώνω το έδαφος

ελαιόχρωμα (το) ουσ. (ελ.) το χρώμα που παρασκευάζεται από την ανάμειξη λαδιού και χρωστικής, η λαδομπογιά

ελαιοχρωματίζω ρ. (ελ.) βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω με ελαιόχρωμα (και γενικότερα με κάθε είδους χρώμα)

ελαιοχρωματισμός (ο) ουσ. (ελ.) το βάψιμο με ελαιόχρωμα και γενικότερα κάθε είδους μπογιά, το μπογιάτισμα

ελαιοχρωματιστής (ο) ουσ. (ελ.) ο μπογιατζής, ο ειδικός τεχνίτης στο βάψιμο των οικοδομημάτων

ελατάκι (το) ουσ. (χτ.) χοντρό κομμάτι ξύλου από έλατο το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως στήριγμα για το καλούπι κ.τ.λ.

έλατο (το) ουσ. (χτ.) συνήθως στον πληθυντικό : το σύνολο της οικοδομικής ξυλείας που προέρχεται από έλατο

εντοιχίζω ρ.  1) (ξυλ) τοποθετώ και προσαρμόζω κάτι στην επιφάνεια του τοίχου
 2) (ξυλ., χτ.) εγκλείω κάτι μέσα σε τοίχο

εντοιχισμός (ο)  ουσ (ξυλ.) το να εντοιχίζεις κάτι μέσα σε τοίχο

 εξώπορτα (η)  ουσ. (ξυλ.) η πόρτα της κυρίας εισόδου του σπιτιού

εξωτερικά (τα) ουσ. (ελ.,χτ.) το σύνολο των εξωτερικών επιφανειών της οικοδομής για το οποίο συνήθως δίνεται ξεχωριστή προσφορά από τον εργολάβο στον εργοδότη ή τουλάχιστον γίνεται σαφής διαφοροποίηση των εξωτερικών από τις εσωτερικές επιφάνειες του κτηρίου όταν αυτές βρίσκονται στην ίδια προσφορά

επέκταση (η) ουσ. (χτ.) 1) (χτ.) η αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει ένα κτίριο
2) ειδικό εξάρτημα σε εργαλεία για να αυξάνονται οι δυνατότητες τους π.χ. η επέκταση του κατσαβιδιού

επιβλέπων (ο) ουσ. το άτομο (συνήθως πολιτικός μηχανικός, αρχιτέκτονας ή εργοδηγός) που είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών

επίβλεψη (η) ουσ. η εργασία του επιβλέποντα, η επιστασία της ομαλής εκτέλεσης των οικοδομικών εργασιών

επιδομή (η)  ουσ.1)  (χτ.) η οικοδομή που χτίζεται πάνω σε κτίσμα 2)  (χτ.) το τμήμα των θεμελίων που προεξέχει από την επιφάνεια του εδάφους 3)  (χτ.) το οικοδόμημα που χτίζεται πάνω σε ένα προϋπάρχον

επικονίαση (η) ουσ. (χτ.) η επίστρωση του ασοβάτιστου τοίχου με κονίαμα, με σοβά

επισκευάζω ρ. επαναφέρω στην αρχική του μορφή ένα κτίριο, διορθώνω φθορές και ατέλειες ενός κτηρίου

επισκευή (η) ουσ. (χτ.) η επιδιόρθωση των φυσικών φθορών ή ζημιών που υφίσταται ένα οικοδόμημα

επισκέψιμος -η -ο επιθ. (χτ.) κάθε σημείο το οποίο μολονότι δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται απρόσιτο, μολαταύτα διαθέτει ανοίγματα που μας επιτρέπουν να τα προσεγγίσουμε και να τα δουλέψουμε

επιστασία (η) ουσ. η παρακολούθηση και η καθοδήγηση των έργων από ειδικευμένο προσωπικό, η επίβλεψη

επιχωματώνω ρ. συσσωρεύω ποσότητες χρωμάτων σε ένα σημείο για την ανύψωση της επιφάνειας του ή για γέμισμα μιας φυσικής κοιλότητας, μπαζώνω

εργαλείο (το) ουσ. κάθε εξάρτημα ή αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση μιας εργασίας, κυρίως στην οικοδομή

εργαλειοθήκη (η) ουσ. (ξυλ., χτ.) το μικρό ή μεταλλικό κουτί με χειρολαβή όπου φυλάσσουν τα εργαλεία τους οι μαστόροι, ο εργαλειοφόρος

εργαλειοφόρος (ο) ουσ. (ξυλ., χτ) η εργαλειοθήκη

εργάτης (ο) ουσ. κάθε ανειδίκευτος εργαζόμενος της οικοδομής που χρησιμοποιείται σε δουλειές οι οποίες δεν απαιτούν ιδιαίτερες δεξιότητες, ούτε τεχνικές ικανότητες

εργατικά (τα) ουσ. η αμοιβή, το κόστος της πληρωμής των εργατών από τον εργολάβο για την εκτέλεση μιας εργασίας

εργοδηγός (ο) ουσ. ο αρχιεργάτης, ο επιστάτης, αυτός που επιτηρεί την εκτέλεση ή την κατασκευή κάποιου τεχνικού έργου

εργοδότης (ο) ουσ. 1) ο ιδιοκτήτης της οικοδομής 2) αυτός που αναθέτει στον εργολάβο την εκτέλεση μιας εργασίας 3) ο εργολάβος που δίνει εργασία σε μαστόρους και εργάτες, που απασχολεί μισθωτούς υπαλλήλους

εργολαβία (η)  ουσ. η εργοληψία, η ανάληψη της ευθύνης εκτελέσεως μιας οικοδομικής εργασίας

εργολαβικά (τα) ουσ. 1) το σύνολο των χρημάτων που απαιτούνται για την ανάληψη της ευθύνης εκτέλεσης μιας οικοδομικής εργασίας   2) τα χρήματα που θα κερδίσει ο εργολάβος μετά την περάτωση του έργου

εργολάβος (ο) ουσ. αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει μια εργασία ή να επιβλέψει την εκτέλεση της με προκαθορισμένο αντίτιμο

εργοτάξιο (το) ουσ. (χτ.) η προσωρινή κατασκευή εγκαταστάσεων για τα τεχνικά μέσα και το εργατικό προσωπικό στον χώρο που θα εκτελέσουν τεχνικά έργα

εσωτερικά (τα) ουσ. (ελ., χτ) το σύνολο των εσωτερικών επιφανειών της οικοδομής για το οποίο  συνήθως δίνεται ξεχωριστή προσφορά από τον εργολάβο στον εργοδότη ή τουλάχιστον γίνεται σαφής διαφοροποίηση των εσωτερικών από τις εξωτερικές επιφάνειες του κτηρίου, όταν αυτές βρίσκονται στην ίδια προσφορά

εφαρμογή (η) ουσ. (ξυλ.) εργασία που αποσκοπεί στο να δώσει τις κατάλληλες διαστάσεις σε κάποια κατασκευή ώστε αυτή να εφαρμόζει απόλυτα πάνω σε κάτι
π.χ. η εφαρμογή αυτού του ντουλαπιού είναι τέλεια

εφαρμόζω ρ. (ξυλ.) φτιάχνω κάποια κατασκευή και την τοποθετώ πάνω σε κάποια επιφάνεια έτσι ώστε να εφάπτεται σε αυτήν

                                                      Ζ

ζεμπερέκι (το) ουσ. (ξυλ.) μοχλός που υπάρχει σε πόρτες παλιάς (συνήθως) κατασκευής και ο οποίος ανυψώνεται με πίεση του αντίχειρα [<τουρκ.: zemperek]

ζευτό (το)  ουσ. (χτ.) το ψαλίδι της σκεπής

ζουμπάς (ο) ουσ. (ξυλ.) μικρό εργαλείο από μέταλλο με το οποίο είτε ανοίγονται τρύπες σε ξύλα, είτε χτυπάμε τις πρόκες και τα καρφιά που προεξέχουν από την επιφάνεια του ξύλου για να πάνε μέσα από αυτή [<τουρκ.: zimpa]

ζύγι (το)  ουσ. (χτ.) 1) το βαρίδι το οποίο κρέμεται από το νήμα της στάθμης
2) η στάθμη στο σύνολό της     3) οι αλφαδιές, τα μήκη του σχοινιού που δείχνουν το επιθυμητό επίπεδο

ζυγιάζω ( ή ζυγίζω) ρ. (ξυλ., χτ) σταθμίζω, ισορροπώ, βρίσκω το κάθετο ως προς ένα σημείο επίπεδο, ελέγχω αν κάτι έχει τοποθετηθεί σε κατακόρυφη (συνήθως) θέση ή σε όποια άλλη έχω εγώ επιλέξει

ζυγίζω με το μάτι εκφρ. (ξυλ., χτ.) υπολογίζω αν έχω τοποθετήσει κατακόρυφα αυτό που θέλω χωρίς να χρησιμοποιήσω εργαλεία ή ζύγι

ζύγισμα ( ή ζύγιασμα) ουσ. (ξυλ., χτ.) το να ελέγχει κανείς αν μια επιφάνεια είναι κατακόρυφη ως προς μια άλλη, το να τοποθετεί κανείς μια επιφάνεια σε κατακόρυφη θέση


                   

                                                      Η

ηλεκτρογεννήτρια (η) ουσ. η ηλεκτρική γεννήτρια που χρησιμοποιείται για την απόδοση ηλεκτρικής ενέργειας σε μέρη που δεν υπάρχει παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, όπως σε μια νεοαναγειρόμενη οικοδομή

ηχομόνωση (η) ουσ. (χτ.) το υλικό με το οποίο ηχομονώνεται ένας χώρος και γενικότερα ο τρόπος με τον οποίο ενισχύεται η κατασκευή του κτηρίου για το λόγο αυτό

περνάω ηχομόνωση εκφρ. (χτ.) τοποθετώ υλικά στο εσωτερικό του τοίχου που μπορούν να ηχομονώσουν το χώρο, να εξαλείψουν τους θορύβους που προέρχονται από τον εξωτερικό χώρο του δωματίου

                                                                        Θ

θεμέλιο (το ) ουσ. η βάση, οι τσιμεντένιες κολόνες του κτίσματος

θεμελιώνω ρ. (χτ.) φτιάχνω τα θεμέλια του κτίσματος, ρίχνω τα θεμέλια της οικοδομής

θεμελίωση (η) ουσ. (χτ.) η δημιουργία των θεμελίων του κτίσματος

θηλυκώνω ρ. 1) κουμπώνω, συναρμολογώ βάζοντας την προεξοχή ενός αντικειμένου στην κατάλληλη εσοχή ενός άλλου   2) (ξυλ.) κλείνω το μάνταλο του παραθύρου

θυρόφυλλο (το)  ουσ. (ξυλ.) το καθένα αό τα κινητά μέρη της πόρτας, το πορτόφυλλο

θύρωμα (το) ουσ. (ξυλ) το πλαίσιο πόρτας ή παραθύρου, η κάσα, το περβάζι, το τελάρο

θωρακισμένος -η -ο επιθ. (ξυλ.) συνήθως για πόρτες : οι πόρτες που είναι  επένδεδυμένες με κατάλληλο υλικό και κατάλληλους μηχανισμούς και ασφάλειες ώστε να είναι αδύνατο να παραβιαστούν

                                                      Ι

ισιώνω ρ. κάνω ίσιο κάτι στραβό, κάτι μη ευθύ π.χ. ίσιωσε το δοκάρι, ίσιωσε τις πρόκες

ισοπεδώνω ρ. 1) (χτ.) καταστρέφω κάποιο κτήριο για να φτιάξω στη θέση του ένα νέο 2) καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή, επίπεδη με τεχνητά μέσα

ισοπέδωση (η) ουσ. 1) (χτ.) η εξομάλυνση του εδάφους 2) (χτ.) η σκόπιμη καταστροφή ενός κτίσματος









                                                       K

καβαλάρης (ο)  ουσ. (χτ.) το κεραμίδι που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο της σκεπής, ο κορφιάς, ο μαχιάς

καβαλάρης τριπλός (ο)  (χτ.) κεραμίδι με σχήμα Υ που μπαίνει στην κορυφή της στέγης στο σημείο όπου ενώνονται τρεις πλευρές της στέγης

καβαλέτο (το) ουσ. (ελ., χτ.) είδος στριπόδου, ξύλινη κατασκευή σαν σκάλα με πεπλατυσμένο το υψηλότερα βρισκόμενο σκαλί έτσι ώστε οι μαστόροι να μπορούν να εργάζονται όρθιοι πάνω σ΄αυτό [< βενετ.: cavaleto]

καβίλια (η) ουσ. (ξυλ.) είδος καρφιού, σφήνα από ξύλο ή μέταλλο [<ιταλ.: caviglia]

κάβουρας (ο)  ουσ. το μεταλλικό εργαλείο κατάλληλο για βίδωμα, με ρυθμιζόμενο άνοιγμα και λαβίδα που μοιάζει με δαγκάνα, η τσιμπίδα

κάγκελο (το) ουσ. (ξυλ.) ξύλινη ράβδος που στερεώνεται πάνω σε κατάλληλο πλαίσιο μαζί με άλλες πανομοιότυπες, τοποθετημένες κατά μικρά τακτά διαστήματα και χρησιμεύει ως περίφραξη ή ως στήριγμα για αυτούς που ανεβαίνουν σκάλες κ.τ.λ.

καδρόνι (το)  ουσ.1) (χτ.) ξύλινο δοκάρι με τετράγωνο κόψιμο [< ιταλ.: quadrone] 2) (ξυλ., χτ.) μεγάλο και χοντρό ξύλο κατάλληλα επεξεργασμένο να έχει ορθογώνιο σχήμα

καδρονιάζω ρ. 1) (χτ., ξυλ.) επενδύω, στρώνω μια επιφάνεια με καδρόνια 2) επεξεργάζομαι κομμάτι ξύλου ώστε να έχει τέσσερις έδρες, το μετατρέπω σε καδρόνι

καδρόνιασμα (το) ουσ. 1) (χτ) η επίστρωση μιας επιφάνειας με καδρόνια 2) (ξυλ., χτ.) η επεξεργασία ενός δοκαριού ή ενός ξύλου έτσι ώστε να πάρει το σχήμα καδρονιού

καζίκι (το) ουσ. (χτ) ο πάσσαλος στον οποίο στηρίζεται το μπαλκόνι

καθρέφτης (ο)  ουσ. (ξυλ.) η επιφάνεια του ξύλινου τμήματος μιας πόρτας πάνω στην οποία πρόκειται να τοποθετηθεί ο καθρέφτης

καΐκια (τ) ουσ. (ξυλ.) τα ξύλα της πόρτας που συγκρατούν το τζάμι ή περιβάλουν τα σκαλισμένα τμήματα της

καλέμι (το) ουσ. (ξυλ., χτ.) σιδερένιο εργαλείο για τη χάραξη ή την κοπή πέτρινων, τσιμεντένιων, ξύλινων ή άλλων επιφανειών, η σμίλη, η γλυφίδα, το γλύφανο
[< τουρκ.: kalem]

καλκάνι (το)  ουσ. (χτ.) το τρίγωνο της σκεπής [< τουρκ.: kalkan]

καλούμα (ή καλούμπα) (η)  ουσ. (χτ.) το κουβάρι με το νήμα το οποίο χρησιμοποιείται για να τοποθετηθούν το ράμματα (οι αλφαδιές) στην οικοδομή
[< ιταλ.:caluma]

καλουπατζής (ο)  ουσ. (χτ.) τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή καλουπιών της οικοδομής

καλούπι (το)  ουσ. (χτ.) πρόχειρο ξύλινο κατασκεύασμα μέσα στο οποίο ρίχνεται το σκυρόδεμα και έτσι φτιάχνεται ο σκελετός της οικοδομής [< τουρκ.:kalip]

καλούπωμα (το) ουσ. (χτ.) η κατασκευή του καλουπιού της οικοδομής

καλουπώνω ρ. 1) (χτ.) φτιάχνω το καλούπι της οικοδομής    2) (χτ.) ρίχνω το σκυρόδεμα στο καλούπι της οικοδομής

καλυπτικότητα (η) ουσ. (ελ.) για χρώματα : η ικανότητα του χρώματος να καλύπτει το προηγούμενο χρώμα με όσο το δυνατόν λιγότερα χέρια π.χ. το πλαστικό Α έχει τρομερή καλυπτικότητα... με ένα χέρι σπατσάρισες!

καμινάδα (η)  ουσ. (χτ.) η τσιμεντένια ή από άλλο υλικό κατασκευή που διοχετεύει τους καπνούς από το τζάκι ή το καλοριφέρ του σπιτιού εκτός του κτηρίου και υψώνεται στην οροφή ή τη στέγη του κτηρίου σε ικανό ύψος, η καπνοδόχος 

κανάτι (το)  ουσ. (ξυλ.) το φύλλο της πόρτας ή του παραθύρου, το πορτόφυλλο, το παραθυρόφυλλο [< τουρκ.: kanat]

καπλαμάς (ο) ουσ. (ξυλ.) λεπτό φύλλο από ξύλο με το οποίο επενδύουμε ξύλινες επιφάνειες είτε για προστασία, είτε για καλλωπισμό [< τουρκ.: kaplama]

καπλαντίζω ρ. (ξυλ.) επενδύω, καλύπτω μια επιφάνεια μα καπλαμά [< τουρκ.: kapladim]

καπλάντισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η επένδυση μιας επιφάνειας με καπλαμά

καργάρω ρ. 1) (ελ.) γεμίζω κάτι μέχρι πάνω   π.χ. καργάρισε τον κουβά με χρώμα και κλείσ’ τον με το καπάκι    2) τεντώνω, σφίγγω, μαζεύω π.χ. καργάρησε τη βίδα
[< ιταλ.: cargar]

καρότσα (η)  ουσ. (χτ.) το πίσω μέρος των φορτηγών αυτοκινήτων που στην οικοδομή χρησιμοποιείται ως μέτρο υπολογισμού των αναγκών σε οικοδομικά υλικά π.χ. φέρε δυο καρότσες τούβλα

καρότσι (το)  ουσ. 1) (χτ.) ξύλινη ή (συνηθέστερα) μεταλλική ορθογώνια κατασκευή με μια ρόδα εμπρός και δυο επιμήκεις χειρολαβές πίσω που χρησιμεύει για τη μεταφορά οικοδομικών υλικών   2) (χτ.) η εν λόγω κατασκευή που χρησιμεύει και ως μονάδα μέτρησης  π.χ. Ρίξε στο χαρμάνι ένα καρότσι άμμο

καρούλι (το)  ουσ. (χτ.) ο μικρός κύλινδρος που βρίσκεται πάνω στο ανεβατόρι και πάνω στο οποίο τυλίγεται το συρματόσχοινο

καρυδάκι (το)  ουσ. μεταλλικό εξάρτημα που προσαρμόζεται στην καστάνια και σφίγγει ή ξεσφίγγει βίδες, σιφώνια κ.τ.λ., η << μύτη >> της καστάνιας

καρφάκι (το) ουσ. (ξυλ.) πολύ μικρό και λεπτό καρφί που χρησιμεύει στην τοποθέτηση μικρών κομματιών ξύλου πάνω σε άλλα

καρφί (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) λεπτό και μακρόστενο κομμάτι, αιχμηρό στο ένα του άκρο και με πλατιά κεφαλή στο άλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ξύλινων, μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων, η πρόκα, η καρφοβελόνα

καρφοβελόνα (η) ουσ. (ξυλ., χτ.) η πρόκα, το καρφί

καρφολογιά (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το σύνολο των καρφιών που έχει στη διάθεσή του ένας μάστορας

κάρφωμα (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το στερέωμα κάποιου αντικειμένου με πρόκες ή καρφιά

καρφώνω ρ. (ξυλ., χτ.) στερεώνω ένα αντικείμενο χρησιμοποιώντας πρόκες και καρφιά

κάσα (η) ουσ. (ξυλ.) το ξύλινο ή σιδερένιο πλαίσιο των κουφωμάτων πάνω στο οποίο στηρίζονται τα πορτόφυλλα ή τα παραθυρόφυλλα τελάρο, το περβάζι [<ιταλ.: cassa]

κασόνι (το) ουσ. 1)(χτ.) το καλούπι της οικοδομής [<ιταλ.: cassone] 2) (ξυλ.) η κάσα, το τελάρο, το περβάζι

κασονιάζω ρ. 1) (χτ.) καλουπώνω, φτιάχνω καλούπι μέσα στο οποίο θα ρίξω το μπετόν 2) (ξυλ.) τοποθετώ κάσα

κασόνιασμα (το) ουσ. 1) (χτ.) το καλούπιασμα 2) (ξυλ.) η τοποθέτηση κάσας

καστάνια (η) ουσ. εργαλείο στο οποίο προσαρμόζονται τα καρυδάκια κε έτσι γίνεται κατάλληλη για το σφίξιμο ή ξεσφίξιμο βιδών

καταλύτης (ο) ουσ. (ελ.) υγρό το οποίο αναμειγνύεται με διάφορα είδη ελαιοχρωμάτων και βερνικιών και επιταχύνει το στέγνωμα τους πάνω στις επιφάνειες, το στεγνωτικό

κατασκευαστής (ο) ουσ. 1) ο ιδιοκτήτης της οικοδομής 2) αυτός που χρηματοδοτεί και πρόκειται να εκμεταλλευτεί οικονομικά την οικοδομική κατασκευή

κατάχυτα (τα) ουσ. (χτ.) τα σανίδια που συγκρατούν τα κεραμίδια της στέγης

κατεδαφίζω ρ. (χτ.) ρίχνω στο έδαφος με τεχνητά μέσα ένα κτήριο, γκρεμίζω, καταστρέφω σκοπίμως ένα κτήριο

κατεδάφιση (η)  ουσ. (χτ.) η σκόπιμη και εκούσια καταστροφή ενός κτηρίου, το γκρέμισμα

κατσαβίδι (το) ουσ. εργαλείο που χρησιμεύει για το βίδωμα ή το ξεβίδωμα αντικειμένων[<ιτλ.: caccia + vite]

κεντράρισμα (το) ους. (ξυλ.) η τοποθέτηση ενός ξύλου πάνω σε ένα άλλο ή μιας ξύλινης κατασκευής σε ένα χώρο έτσι ώστε το κέντρο του πρώτου να πέφτει πάνω ακριβώς στο κέντρο του δευτέρου

κεντράρω ρ. (ξυλ.) τοποθετώ ένα ξύλο πάνω σε ένα άλλο ή μια μικρή ξύλινη κατασκευή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο έτσι ώστε το κέντρο του πρώτου να πέφτει πάνω στο κέντρο του δευτέρου

κεραμίδα (η)  ουσ. (χτ.) μεγάλη, ψημένη ημικυλινδρική ή ευθεία πλάκα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή της στέγης, το κεραμίδι

κεραμίδι (το) ουσ. (χτ.) μεγάλη ψημένη ημικυλινδρική ή ευθεία πλάκα κατάλληλη για την επίστρωση της στέγης των σπιτιών, η κεραμίδα

κεραμίδωμα (το) ους. (χτ.) η επίστρωση μιας στέγης με κεραμίδια

κεραμιδώνω ρ. (χτ.) τοποθετώ κεραμίδια, στρώνω μια στέγη με κεραμίδια

κεραμοσκεπή (η) ουσ. (χτ.) η σκεπή που είναι κατασκευασμένη με κεραμίδια

κεραμωτός -η -ο επιθ. (χτ.) κάθε επιφάνεια που είναι φτιαγμένη με κεραμίδια

κερεστές (ο) ουσ. το σύνολο της ξυλείας που χρησιμοποιείται στην οικοδομική [<τουρκ. cereste]

κεφαλόσκαλο (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το τελευταίο σκαλοπάτι μιας σκάλος, αυτό που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της, το πλατύσκαλο

κινόσο (ή γκινόσο) (το) ουσ. (ξυλ.) χειροκίνητη πλάνη με φόρμα που χρησιμοποιείται κυρίως για το πλάνισμα των πατούρων των ξυλοκατασκευών 

κλάπα η  ουσ.(χτ.) το σίδερο ή το ξύλο που καρφώνεται ανάμεσα σρ λίθους ή σανίδες ώστε μα συγκρατούνται μαζί, συνηθέστερα χρησιμεύει ως στήριγμα του καλουπιού ή ως συνδετικό μέσο των ξύλων που απαρτίζουν το καλούπι

κλέβω τη διαφορά εκφρ. (ξυλ.) τοποθετώ κάτι λίγο πιο μπροστά ή πιο κάτω για να καλύψω το κενό διάστημα

κλειδαριά (η) ουσ. (ξυλ.) μεταλλικός μηχανισμός ο οποίος λειτουργεί με κλειδί ή συνδυασμό και επιτρέπει να κλείνει με ασφάλεια πόρτα, παράθυρο , κ.τ.λ. , η κλειδωνιά

κλειδαρότρυπα (η) ουσ.  1) (ξυλ.) η τρύπα της πόρτας μέσα στην οποία μπαίνει η κλειδωνιά 2) (ξυλ.) η τρύπα της πόρτας μέσα από την οποία μπαίνει το κλειδί στην κλειδωνιά

κλειδί (το) ουσ. 1) για κλειδωνιές μικρό μεταλλικό αντικείμενο με ειδικά σχεδιασμένο άκρο για να προσαρμόζεται στην οπή ή τη σχισμή της κλειδαριάς και ενεργοποιεί το μηχανισμό της 2) για εργαλεία : ειδικός μηχανισμός που ασφαλίζει ή απασφαλίζει τα εργαλεία ή τα τμήματα αυτών π.χ. το κλειδί του τροχού. 3) εργαλείο χειρός για το σφίξιμο ή το ξεσφίξιμο κοχλιών και περικοχλίων

κλειδοφωλιά (η) ουσ. ειδική οπή στην πόρτα όπου προσαρμόζεται ο μηχανισμός της κλειδωνιάς

κλειδωνιά (η) ουσ. (ξυλ.) η κλειδαριά

κλιμακοστάσιο (το) ουσ.  (χτ.) ο χώρος της οικοδομής του κτηρίου στον οποίο είναι χτισμένη η σκάλα

κλίση (η) ουσ. (χτ.) το να γέρνει ένα κατασκεύασμα προς μια κατεύθυνση

δίνω κλίση  έκφρ. (χτ.) κάνω σκοπίμως μια κατασκευή να γέρνει προς μια κατεύθυνση π.χ. αν δεν δώσεις κλίση στη σκεπή, τα νερά δε θα φεύγουν με τίποτα

κόβω πόρτες, παράθυρα κ.τ.λ. εκφρ.  (ξυλ.) κόβω ξύλα με τα οποία αφού τα συναρμολογήσω , θα φτιάξω πόρτες , παράθυρα κ.τ.λ.

κόβω τον τοίχο εκφρ. (ελ.) βάφω προσεκτικά τις επιφάνειες του τοίχου που εφάπτονται με το σοβατεπί, τα παράθυρα, τις κάσες κ.τ.λ. ώστε να μην λερωθούν με μπογιά

το φύλο κάνει κοιλιά εκφρ. (ξυλ.) το ξύλο έχει σκεβρώσει, έχει λυγίσει και δεν είναι κατάλληλο για επεξεργασία

ο τοίχος κάνει κοιλιά  εκφρ. (ελ., χτ.) ο τοίχος έχει βαθουλώματα στην επιφάνειά του ή είναι φτιαγμένος ανορθόδοξα και πρέπει να επισκευαστεί

κολαούζος (ο)  ουσ. (ξυλ.) εργαλείο με το οποίο ανοίγουν βόλτες σε ξύλα [< τουρκ.: kilavuz]

κόλλα (η) 1) (ελ.) η γλουτολίνη, χρώμα κακής ποιότητας που έχει ως βασικό συστατικό τη γλουτολίνη    2) (ξυλ.) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση των ξύλων

κολόνα (η) ουσ. (χτ.) στύλος από τσιμέντο που χρησιμεύει στη στήριξη του οικοδομήματος, στη διακόσμησή του ή αποτελεί το σκελετό της οικοδομής, το θεμέλιο [<ιταλ.: colonna]

κόλπα (τα) ουσ.  (ξυλ.) τα σκαλισμένα τμήματα της πόρτας, τα καίκια της πόρτας [< ιταλ.: colpa]

κομπρεσέρ (το) ους. 1) (χτ.) εργαλείο που αποτελείται από αεραντλία και από μυτερό τρυπάνι στο άκρο του που καθώς πάλλεται, χρησιμοποιείται για να ανοίγονται τρύπες ή για το γκρέμισμα πέτρινων, τσιμεντένιων και άλλων επιφανειών [< γαλλ.: compresseur]  2) (ελ.) αεραντλία η οποία μέσω ενός ειδικού λάστιχου καταλήγει σε ειδικό μηχάνημα
(το πιστόλι) το οποίο βάφει τις επιφάνειες προωθώντας το χρώμα με τη βοήθεια του αέρα

κονία (η)  ους. (χτ.) ο σοβάς, η λάσπη, κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για την επίχριση των ασοβάτιστων τοίχων, το κονίαμα

κονίαμα (το)  ους. (χτ.) η λάσπη, ο σοβάς, η κονία, κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για την επίχριση των ασοβάτιστων τοίχων

κοντάρι (το)  ους. (ελ.) μακρύ, ίσιο και σκληρό ξύλο ή πλαστικό, στην άκρη του οποίου προσαρμόζεται το κονταροπίνελο ή το ρολό και έτσι ο μάστορας μπορεί να φτάνει τα σημεία που βρίσκονται πολύ ψηλά, χωρίς να χρησιμοποιήσει σκάλα

κονταροπίνελο (το)  (ελ.) πινέλο με τρύπα στη χειρολαβή για να προσαρμόζεται σε κοντάρι έτσι ο μάστορας μπορεί να φτάνει τα σημεία που βρίσκονται πολύ ψηλά, χωρίς να χρησιμοποιήσει σκάλα

κοντομάδερο (το) ους. (ελ., χτ.) μικρό μαδέρι, περίπου 2 μ., που χρησιμοποιείται στις σκαλωσιές

κόντρα επιρ. (ελ.) σταυρώνω το χρώμα, βάφω πρώτα από πάνω προς τα κάτω και μετά από τα αριστερά προς τα δεξιά

κόντρα (η) ους. (ξυλ., χτ.) κάθε αντικείμενο που χρησιμεύει ως σφήνα ή στήριγμα κάποιου αντικειμένου

κοντράρω ρ. (ξυλ., χτ.) βάζω κόντρα σε ένα αντικείμενο ή το  σταματώ με το σώμα μου

κόπανος (ο)  ους. (χτ.) εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ισοπέδωση του εδάφους στις οικοδομικές εργασίες

κοπίδι (το) ους. (ξυλ., χτ.) το επίμηκες εργαλείο από σίδερο ή χάλυβα  που, έχοντας κοφτερό το ένα του άκρο, χρησιμοποιείται για την κοπή ή την κατεργασία των ξύλων, των λίθων κ.τ.λ. , η σμίλη, το σκαρπέλο

κορασάνι (το) ους. είδος αμμοκονιάματος [<τουρκ.: horasan]  

κορδέλα (η) ους. 1) στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα με τυπωμένες πάνω της τις βασικές υποδιαιρέσεις μέτρησης που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό μηκών και αποστάσεων, η μετροταινία [< ιταλ.: cordella]   2) (ξυλ.) χαλύβδινο πριόνι με σχήμα ταινίας που είναι προσαρμοσμένο σε μηχανήματα και περιστρεφόμενο κόβει ξύλα, η πριονοταινία, η πριονοκορδέλα

κορνίζα (η)  ους. 1) (ξυλ.) κάθε ξύλινο πλαίσιο που περιβάλλει μια κάσα παραθύρου ή πόρτας    2) (ξυλ., χτ.) κάθε ζώνη που εξέχει ως πλαίσιο σε κάποια κατασκευή για διακοσμητικούς λόγους [<βενετ.: cornise]

κορνιζάρω ρ. (ξυλ.) βάζω κορνίζες σε μια κάσα, φτιάχνω κορνίζες

κορνίζωμα (το)  ους. (ξυλ.) η κατασκευή και η τοποθέτηση κορνιζών από ειδικευμένο προσωπικό

κορφιάς (ο)  ουσ. 1) (χτ.) ο καβαλάρης, το κεραμίδι που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο της στέγης   2) (χτ.) η ράχη της στέγης, ο μαχιάς

κοσκινίζω ρ. (χτ.) απομακρύνω από τα οικοδομικά υλικά περιττές ύλες ή χοντρά κομμάτια χρησιμοποιώντας κόσκινο

κόσκινο (το) ους. (χτ.) ειδικό εργαλείο που αποτελείται από ένα μεγάλο τελάρο με σήτα στον πάτο του και στο οποίο ρίχνονται τα οικοδομικά υλικά έτσι ώστε να απομακρυνθούν τα μεγάλα κομμάτια και οι ξένες ύλες από αυτά

κουβάς (ο) ους. 1)  (ελ.) κυλινδρικό δοχείο από μέταλλο ή πλαστικό με χερούλι που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και τη μεταφορά του χρώματος   2) (χτ.) το προαναφερθέν αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά των οικοδομικών υλικών και της λάσπης

κουλούρα (η)  ους. (χτ.) το σύρμα που χρησιμοποιείται για οικοδομικές εργασίες και είναι τυλιγμένο σε σχήμα στεφανιού

κουπαστή (η)  ους. (ξυλ.) οριζόντιο ξύλο που συνδέει τα κάγκελα της σκάλας, της σκαλωσιάς κ.τ.λ.

κουσάκι (το)  ουσ. (χτ.) το δοκάρι που συνδέει εγκάρσια τα ψαλίδια της σκεπής, η δίπλα

κούτελο (το)  ους. (χτ.) το τσιμεντένιο τμήμα το οποίο βρίσκεται κάτω από τα κάγκελα των μπαλκονιών

το έκανε κουφέτο  εκφρ. (ελ.) έκανε τη δουλειά του πάρα πολύ καλά π.χ. Μπράβο, Γιάννη! Έκανες τον τοίχο κουφέτο!

κούφωμα (το)  ους. 1) (ξυλ.) το πλαίσιο της πόρτας, του παραθύρου ή η ίδια η πόρτα και το παράθυρο   2) (χτ.) το κενό στον τοίχο οικοδομής που προορίζεται για να τοποθετηθεί πόρτα ή παράθυρο

κόφα (η)  ους. (ξυλ.) το αντικείμενο που έφτιαξε ο μαραγκός είναι μικρότερο από το κενό στο οποίο προοριζόταν να τοποθετηθεί ή είναι κακοκατασκευασμένο  π.χ. Ωραίος μάστορας είσαι! Το ντουλάπι είναι κόφα…

κοφτάκι (το)  ους. 1) (χτ.) μικρό χειροκίνητο εργαλείο που κόβει το σύρμα, η τανάλια, η πένσα    2) ηλεκτροκίνητο εργαλείο φέρει ειδικό δίσκο κοπής και είναι κατάλληλο να κόβει σκληρές επιφάνειες, ο τροχός, το τροχουδάκι, το σβουράκι

κόφτης (ο)  ους. 1) μεγάλο σε διαστάσεις και δυνατότητες κοφτάκι, ο τροχός  2) (χτ.) μεγάλο ψαλίδι που κόβει σίδερα, σιδερόβεργες κ.τ.λ.

κόφτρα (η) ους. (χτ.) ειδική ψαλίδα, μεγάλου μεγέθους, με την οποία κόβονται οι περιττές σιδερένιες βέργες, το ψαλίδι

κόψιμο (το)  ους. 1) (ξυλ.) η κοπή των ξύλινων επιφανειών με σκοπό την ένωση τους έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ξύλινη κατασκευή  2) (ελ.) για τοίχους : το προσεκτικό βάψιμο των επιφανειών του τοίχου  που εφάπτονται με το σοβατεπί, τον τοίχο, τα κουφώματα έτσι ώστε να μην βαφούν οι επιφάνειες που δεν πρέπει

κρεμέζι (το)  ουσ. (ελ.) το βαθύ κόκκινο χρώμα [<ιταλ.: cremisi]  

κτίζω (ή χτίζω) ρ. (χτ.) αναγείρω οικοδόμημα, κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργώ οικοδομή

κτίσμα (ή χτίσμα) (το)  (χτ.) το οικοδόμημα, η ανεγειρόμενη κατασκευή, αυτό που έχει χτιστεί

κτίστης (ή χτίστης) (ο)  (χτ.) ο εξειδικευμένος εργάτης που εργάζεται στην ανέγερση οικοδομών, ο οικοδόμος, αυτός που χτίζει ένα οικοδόμημα

κτιστικά (ή χτιστικά) (τα)  ( χτ.) τα χρήματα που δαπανήθηκαν για να χτιστεί μια οικοδομή

κυβικό (το)  ουσ. (χτ.) το κυβικό μέτρο, το ποσό ύλης που περιέχει ένα κυβικό μέτρο , στην οικοδομική χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης των αναγκών σε  υλικά : π.χ. η οικοδομή θα χρειαστεί 15 κυβικά μπετόν

κύλινδρος (ο)  ουσ. (ελ.) το ρολό, σωληνοειδές σώμα με γούνα στην εξωτερική πλευρά του το οποίο βουτάμε στο χρώμα και με το οποίο απλώνουμε το χρώμα στον τοίχο 


Λ

λαδερά (τα)  ουσ. (ελ.) το σύνολο των ξύλινων επιφανειών που βάφονται με λάδι

λαδερό (ο)  ουσ. (ξυλ.) ειδικό δοχείο που μπορεί να αποθηκεύει μικρή ποσότητα λαδιού και έχει ειδικό στόμιο - σωλήνα με το οποίο μπορούμ0ε να λιπάνουμε τα μηχανικά τμήματα της πόρτας ή του παραθύρου όπως οι μεντεσέδες, το λαδικό

λάδι (το)  ουσ. 1) (ελ.) ειδικό λάδι κατάλληλο για το βάψιμο ξύλινων επιφανειών το οποίο προστατεύει το ξύλο από τη φθορά και αποτελεί προεργασία για τη βαφή του ξύλου με το τελικό χρώμα    2) (ελ.) το μαγειρικό λάδι που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή ασβέστη κατάλληλου για τη βαφή των τοίχων

λαδικό (το)  ουσ. (ξυλ.) το λαδερό

λαδομπογιά (η)  ουσ. (ελ.) το ελαιόχρωμα, το χρώμα που έχχχει ως πρώτη ύλη διάφορα έλαια και χρησιμοποιείται κυρίως για το βάψιμο ξύλινων και μεταλλικών επιφανειών

λάδωμα (το)  ουσ. 1) (ελ.) το βάψιμο των ξύλινων επιφανειών με λάδι   2) (ξυλ.) η επάλειψη με λάδι των μηχανικών τμημάτων της πόρτας ή του παραθύρου

λαδώνω ρ. 1) (ελ.) βάφω μια ξύλινη επιφάνεια με λάδι   2) (ξυλ.) επαλείφω με λάδι το μηχανικό τμήμα μιας πόρτας ή ενός παραθύρου

λάκα (η)  ουσ. (ελ.) είδος μπογιάς, ειδική για ξύλινες επιφάνειες  [<λατ.: lacca]

λακαριστά (τα)  ουσ. (ελ.) το σύνολο των επιφανειών που έχουν βαφεί ή πρόκειται να βαφούν με λάκα

λακάρω ρ. (ελ.) βάφω μια ξύλινη επιφάνεια  με λάκα    

λάμα (η) ουσ. μεταλλική βέργα που χρησιμοποιείται στην οικοδομική σε πλήθος περιπτώσεων

λαμαρίνα (η)  ουσ. (χτ.) λεπτό έλασμα από σίδερο που χρησιμοποιείται είτε για να κατασκευάσουμε πρόχειρα κτίσματα, είτα για να φράξουμε τις εισόδους της οικοδομής κ.τ.λ. [< βενετ.: lamarin

λαμπάς (ο)  ουσ. (χτ.) το τμήμα του τοίχου που απομένει ελεύθερο γύρω από το κούφωμα

λάσκα  επιρ. Χαλάρωσε, ξέσφιξε, άφησε λίγο π.χ. λάσκα το σχοινί

λασκάρω ρ. αφήνω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω κάτι [< ιταλ.: lascare]

λάσπη (η)  ουσ. 1) (χτ.) το μείγμα από οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιείται κατά το χτίσιμο των τούβλων, των τσιμεντόλιθων κ.τ.λ.   2) (χτ.) ο σοβάς, η κονία, το χαρμάνι

λασπιτζής (ο)  ουσ. 1) (χτ.) ο εργάτης που είναι υπεύθυνος για την παραγωγή και την υψηλή ποιότητα  της λάσπης καθώς και για τη μεταφορά στης στα σημεία που δουλεύουν οι μαστόροι   2) (χτ.) ο οικοδόμος  γενικότερα

λασπώνω ρ. 1) (χτ.) χτίζω κάτι με λάσπη  2) (χτ.) επιχρίω μια επιφάνεια με λάσπη

λάστιχο (το)  ουσ. 1) (ελ.) λεπτός, μακρύς, ελαστικός σωλήνας μέσα από τον οποίο διοχετεύεται αέρας στο πιστόλι του κομπρεσέρ   2) (χτ.) χοντρός, μακρύς, ελαστικός σωλήνας μέσα από τον οποίο μεταφέρεται η λάσπη  από την τρόμπα στο σημείο που θέλει ο μάστορας  [<ιταλ.: elastico]

λεπίδα (η)  ουσ. ο χαρτοκόπτης, το μικρό μαχαίρι με το οποίο κόβουν χαρτιά, νάιλον κ.τ.λ

λιθοδομή (η)  ουσ. (χτ.) η κατασκευή  τοίχου ή άλλου οικοδομήματος με πέτρες ή πλίνθους     

λιθοδόμημα (το) ουσ. (χτ.) το κτήριο που έχει φτιαχτεί από πέτρες ή από πλίνθους

λιθοδομώ ρ. (χτ.) χτίζω οικοδόμημα ή τοίχο με πλίνθους ή πέτρες

λίμα (η)  ουσ. (ξυλ.) εργαλείο για τη λείανση μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών [<ιταλ.: lima]

λιμάρισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η λείανση μιας επιφάνειας με λίμα

λιμάρω ρ. (ξυλ.) τρίβω, λειαίνω μια επιφάνεια με λίμα [<ιταλ.: limare]

λουκέτο (το)  ουσ. είδος κινητής κλειδωνιάς που χρησιμοποιείται κυρίως σε υπό ανέγερση οικοδομές για να σφραγιστούν οι είσοδοι των χώρων που φυλάσσονται τα εργαλεία των συνεργείων [<ιταλ.: luccheto]

 λούκι (το)  ουσ.  1) (χτ.) υδρορροή της στέγης, ο νεροσωλήνας   2) (ξυλ.) μικρό αυλάκι σε ξύλινη επιφάνεια  [<ιταλ.: oluk]

λουρί (το)  ουσ. (χτ.) ο ιμάντας που υπάρχει στο ανεβατόρι  και συνδέει τον κοχλία με το μοτέρ

 λουστράρω ρ. (ελ.) γυαλίζω, στιλβώνω, βάφω με λούστρο μια ξύλινη επιφάνεια [<ιταλ.: lustrare]

λουστραδόρος (ο)  ουσ. (ξυλ.) ο μαραγκός που είναι ειδικός στο λουστράρισμα

λουστράρισμα (το)  ουσ. (ελ.) το βάψιμο μιας ξύλινης επιφάνειας με λούστρο, το γυάλισμα
 
λούστρο (το)  ουσ. (ελ.) το βερνίκι, το στιλβωτικό, το γυαλιστικό χρώμα με το οποίο βάφονται οι ξύλινες επιφάνειες

 


 M

μαδέρι (το) ουσ. χοντρή και πλατιά σανίδα που χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή σκαλωσιών [( βεν.: modero <λατ. materia]

μαζεύω το χρώμα εκφρ. (ελ.) μετά το τέλος της εργασίας  συλλέγω το χρώμα απ' όλους τους κουβάδες και το βάζω σε έναν άλλο για να το αποθηκεύσω

μαϊνάρω ρ. χαλαρώνω , κατεβάζω με σχοινιά κάτι π.χ. μαϊνάρισε το κούφωμα αλλά πρόσεχε μη σπάσεις τα κούτελα [(βενετ.: mainare]

μακαράς (ο) ουσ. (χτ.)η τροχαλία , το καρούλι, το βαρούλκο , ο γερανός [τουρκ.: makara]

μαλάς (ο) ουσ. (χτ.) μυστρί ειδικού σχήματος για να μαλακώνουν οι χτίστες τη λάσπη [τουρκ.: mala]

μαλαχτάρι (το) ουσ.(χτ.) εργαλείο του χτίστη για την προετοιμασία της λάσπης

κάνε μαλαχτήρα εκφρ. (χτ.) μαλάκωσε η λάσπη

μάνικα (η)  ουσ. (χτ.) το λάστιχο με το οποίο ρίχνουν νερό στο χαρμάνι ή στη μπετονιέρα που ανακατεύει τα υλικά

μάνταλο (το) ουσ. (ξυλ.) ο σύρτης , η πετούγια , ο σιδερένιος ή ο ξύλινος λοστός με τον οποίο  επιτυγχάνεται το σφράγισμα πόρτας, παραθύρου κ.τ.λ.

μάντρα (η) ουσ. (χτ.) το μαγαζί στο οποίο πωλούνται υλικά οικοδομών

μαραβίλια (η)  ουσ. (ξυλ.) χειροκίνητο τρυπάνι

μαραγκός(ο) ουσ.(ξυλ.) ο ξυλουργός [(βεν.:maragon]

μαραγκούδικο (το) ουσ. (ξυλ.) το ξυλουργείο , ο χώρος εργασίας του μαραγκού

μαρκίζα (η) ουσ. (χτ.) η προεξοχή της στέγης , το γείσο , το στέγαστρο [(γαλλ.:  marquise)]

μάρμαρο (το) ουσ. (χτ.) 1)η μαρμαρόσκονη , 2) (χτ.) ο "ψιλός" σοφάς , το εξωτερικό στρώμα του σοβά

μαρμαροκονία (η) ουσ. (χτ.) το κονίαμα που αποτελείται από ασβέστη ή λεπτή σκόνη μαρμάρου και χρησιμοποιείται για την επίχριση τοίχων ή άλλων επιφανειών προσδίδοντάς του τη στιλπνότητα μαρμάρου

μαρμαρόσκονη (η) ουσ. (χτ.) οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή , του <<ψιλού>> σοβά

μάσκα (η) ουσ. 1) ελ. ειδική προσωπίδα που χρησιμοποιείται όταν βάφουμε με πιστόλι για προστασία από τα σταγονίδια του χρώματος που γεμίζουν τον αέρα [(λατιν.: masca)] 2) (ελ.) το χαρτί που χρησιμοποιείται για να καλύψει τα τζάμια της πόρτας ή του παραθύρου έτσι ώστε να μη λερωθούν με χρώμα κατά το βάψιμο ή το λουστράρισμα

μάσκουλο (το) ουσ. (ξυλ.) μεντεσές   για μπαλκονόπορτες με μεγάλο στέλεχος

μαστοράκι (το) ουσ. ο πολύ νέος σε ηλικία μάστορας

μάστορας (ο) ουσ. 1) ο εξειδικευμένος εργάτης που δουλεύει στην οικοδομή 2) (συνήθως) ο οικοδόμος 3) αυτός που επιβλέπει μια ομάδα εργατών , ο εργολάβος

μάστορης (ο) ουσ.  ο μάστορας

ματ (το) ουσ. (ελ.)είδος χρώματος που κάνει τις επιφάνειες θαμπές , μη γυαλιστερές [ γαλλ.: mat)]

ματάκι (το) ουσ. 1)(ξυλ.) τρύπα στο μέσο της  πόρτας  της κυρίας εισόδου απ' όπου μπορούμε να βλέπουμε ποιος στέκεται πίσω από την πόρτα 2) (ξυλ.) το ειδικό μικρό  κιάλι που προσαρμόζεται στην παραπάνω οπή

ματισιά (η)  ουσ. (ελ.) το ίχνος που αφήνει το χρώμα όταν περαστεί πάνω από το ίδιο χρώμα

ματσακόνι (το) ουσ.(ξυ΄.) είδις σφυριού

ματσόλα (η) ουσ. (ξυλ.,χτ.)ξύλινο δικέφαλο σφυρί [(ιταλ.: mazzola)]

μαχιάς (ο)  ουσ. (χτ.) η ράχη της σκεπής, ο κορφιάς

μέγγενη(ή μέγκενη) (η) ουσ. (ξυλ.) μεταλλικό εργαλείο με τη μορφή σφικτήρα το οποίο αποτελείται από δυο αντικριστά κυρτά κομμάτια συνδεδεμένα στο κάτω μέρος με βίδα που την περιστρέφει μοχλός , ώστε αυτά να πλησιάζουν και να απομακρύνονται. είναι στερεωμένο πάνω σε τραπέζι εργασίας και χρησιμοποιείται για να ακινητοποιεί διάφορα αντικείμενα κατά την κατεργασία τους [(ισπ.: maquina)]

μεντεσές (ο)  ουσ. (ξυλ.) μικρή σιδερένια ή ξύλινη στρόφιγγα που ενώνει την πόρτα ή το παράθυρο με τις παραστάδες ξαι βοηθά στο άνοιγμα και το κλείσιμο τους, ο ρεζές

μερεμέτι (το)  ουσ. η επιδιόρθωση ζημιάς μικρής έκτασης σε μια οικοδομή, το μερεμέτισμα [< τουρκ.: meremet]

μερεμετίζω  ρ. επιδιορθώνω ζημιές μικρής έκτασης στην οικοδομή

μερεμέτισμα (το)  ουσ. το μερεμέτι, η επιδιόρθωση ζημιάς μικρής έκτασης σε ένα οικοδόμημα

μεροκάματο (το)  1) τα χρήματα που αποφέρει η εργασία μιας μέρας στην οικοδομή   2) [στον πληθυντικό] τρόπος κοστολόγησης των δαπανών με βάση τα χρήματα που χρειάστηκαν για να πληρωθούν οι εργαζόμενοι π.χ. αυτή η φάτσα μου έφαγε δέκα μεροκάματα

μεσοδόκι (το)  ουσ. (χτ.) το μεγάλο δοκάρι που στηρίζει τη στέγη του κτηρίου, το μεσοψάλιδο

μεσόθυρο (το)  ουσ. (χτ.) το τμήμα του τοίχου που βρίσκεται μεταξύ δύο πορτών ή δύο παραθύρων

μεσοψάλιδο (το)  ουσ. (χτ.) το μεσοδόκι

μετόπη (η)  ουσ. (χτ.) κάθε μια από τις τετράγωνες πλάκες οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα στα τρίγλυφα

βγάζω τα μέτρα  εκφρ.  (ελ., χτ.) υπολογίζω πόσα τετραγωνικά μέτρα είναι οι επιφάνειες τις οποίες αναλαμβάνω να δουλέψω για να βγάλω την τιμή της προσφοράς

παίρνω τα μέτρα  εκφρ.  1) (ελ., χτ.) μετράω τις επιφάνειες που πρόκειται να δουλέψω για να βγάλω τα μέτρα   2) (ξυλ.) μετράω τις αποστάσεις για να κατασκευάσω μια πόρτα, ένα παράθυρο, μια ξυλοκατασκευή γενικότερα   π.χ. πάρε τα μέτρα για την κάσα

μέτρο (το)  ουσ. η επιμήκης ταινία ή το πλαστικό ξύλινο όργανο με τα ενωμένα τμήματα τα οποία φέρουν αριθμημένες υποδιαιρέσεις και χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση αποστάσεων, αντικειμένων κ.τ.λ.

μετροταινία (η)  ουσ. εργαλείο με πλαστική, μεταλλική ή υφασμάτινη ταινία πάνω στην οποία είναι χαραγμένες αριθμημένες υποδιαιρέσεις του μέτρου και χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων

μηχανικός (ο/η) ουσ. ο εξειδικευμένος επιστήμονας που είναι επιφορτισμένος με τη σχεδίαση, την κατασκευή και την επίβλεψη τεχνικών έργων και οικοδομών  (συνηθέστερα : πολιτικός μηχανικός )

μηχανισμός (ο)  ουσ. (ξυλ.) κάθε είδους μηχανική κατασκευή που προσαρμόζεται σε ξυλοκατασκευές π.χ. Δε ρεγουλάρισες καλά το μηχανισμό και τώρα δεν κλείνει η πόρτα

μινιάρω  ρ. (ελ.) βάφω με μίνιο μια μεταλλική επιφάνεια

μίνιο (το)  ουσ. (ελ.) αντισκωριακή βαφή που παράγεται κυρίως από οξείδια του μολύβδου και προστατεύει τα μέταλλα από την οξείδωση [< ιταλ.: minio

μόλα!  εκφρ. άφησε, χαλάρωσε, πέταξε κάτω, λύσε  π.χ. Μόλα τα σχοινιά για να δέσω την πόρτα  [< ιταλ.: molla]

μολάρω  ρ. χαλαρώνω, αφήνω, ρίχνω, λύνω

μολύβδαινα (η)  ουσ. (χτ.) το βαρίδι του νήματος της στάθμης, το αντιζύγι

μολύβι (το)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το όργανο με το οποίο σημειώνουν οι οικοδόμοι και οι ξυλουργοί τις αλφαδιές, τα σημάδια που θέλουν να βάλουν για κάποια εργασία κ.τ.λ.(δεν είναι απαραίτητα το κοινό μολύβι αλλά μπορεί να είναι ένας μαρκαδόρος, μια ξυλομπογιά, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο)

μολυβιά (η)  ουσ. (ξυλ., χτ.) το σημάδι που σχηματίζεται με μολύβι, οι γραμμές που έχουν γίνει με μολύβι

μονόφυλλος - η - ο  επιθ. (ξυλ.) η ξυλοκατασκευή που αποτελείται από ένα μόνο φύλλο ξύλου   π.χ. μονόφυλλη πόρτα

μοντάρισμα (το)  ουσ. (ξυλ.) η σύνδεση ή η τοποθέτηση ξύλων έτσι ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο

 μοντάρω ρ.  (ξυλ.) συνδέω ή τοποθετώ τα ξύλα έτσι ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο [< ιταλ.: montare]

μονώνω  ρ. 1) (ελ.) βάφω μια επιφάνεια με ειδικό μονωτικό υλικό για να την προστατέψω από κάτι   2) (χτ.) τοποθετώ μέσα στον τοίχο κατάλληλα δομικά υλικά για να προστατέψω το οικοδόμημα από κάτι

μόνωση (η)  ουσ. (ελ.,χτ.) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται στην οικοδομή για να τη μονώσει από κάτι, για να την προστατέψει από κάποιο φυσιολογικό πρόβλημα

μονωτικός -η-ο επιθ. (ελ.,χτ.) αυτός που είναι κατάλληλος για μόνωση χώρου, αυτός μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η μόνωση

μόρσα (τα) ουσ. )ξυλ.) το σημείο που ενώνονται δυο ξύλα με τρόπο σαν να <<κουμπώνει>> το ένα μέσα στο άλλο

μπάζα (τα)  ουσ. άχρηστα υλικά που προέρχονται από οικοδομικές εργασίες {< ιταλ.: bazza]

μπάζωμα (το)  ουσ. (χτ.) η επιχωμάτωση, το γέμισμα ενός ανισόπεδου χώρου με μπάζα για να τον ισοπεδώσω

μπαζώνω ρ. (χτ.) γεμίζω κοίλο χώρο με μπάζα για να τον ισοπεδώσω

μπαλαντέζα (η) ουσ. μακρύ ηλεκτρικό καλώδιο το οποίο συνδέεται με άλλο ως προέκταση του όταν θέλουμε να ενώσομε μια κινητή ηλεκτρική μηχανή ή εργαλείο με απομακρυσμένη ηλεκτρική πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου